Συνέντευξη μέσω e-mail της Α. Βαλκανά με την Ίριδα Τουλιάτου στο πλαίσιο του προγράμματος «Προφορικές Ιστορίες»
Ίρις καλημέρα,
Έχεις κάνει σπουδές πάνω στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στη συνέχεια σπούδασες ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (εργαστήριο Γ. Ψυχοπαίδη) και στην Ecole Nationale Superieure des Beaux Arts στο Παρίσι (atelier Guillaume Paris/Annette Messager). Πόσο πιστεύεις ότι όλη αυτή η διαδρομή σε διαφορετικές σχολές, δασκάλους, χώρες επηρέασε τον τρόπο σκέψης σου και τι εμπειρίες έχεις αποκομίσει;
Η πορεία αυτή --ή τουλάχιστον η αρχή αυτής -- είναι κατά κύριο λόγο ενδεικτική του τρόπου σκέψης μου και των ανησυχιών μου. Φυσικά και η τετραετής θητεία μου στην Πάντειο, όσο και αν την αμφισβήτησα τότε, στάθηκε τελικά ένα ξεκίνημα με εμφανή τα σημάδια του π.χ στον τωρινό τρόπο επιλογής και επεξεργασίας της θεματολογίας μου. Επίσης, η απόφασή μου να παραμείνω στο Παρίσι σίγουρα έχει σχέση τόσο με τα οφέλη και τις επαγγελματικές και μη εμπειρίες και ευκαιρίες που αποκομίζω ζώντας εδώ, όσο και με μία έντονη ακόμα ανάγκη για περαιτέρω κινητικότητα και αναζήτηση τόπων, ανθρώπων και ιδεών .
Ζεις και εργάζεσαι, εκτός από την Αθήνα και στο Παρίσι. Ποιες οι σχέσεις σου με τους γάλλους δασκάλους σου και γενικότερα με την καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού;
Ζω και εργάζομαι κυρίως στο Παρίσι εδώ και τέσσερα χρόνια. Για μία πόλη σαν το Παρίσι, με ιδιαίτερη νοοτροπία και μία σχετικά κλειστή διάθεση αυτό αποτελεί ένα μικρό ή μάλλον ένα βασικό διάστημα παραμονής. Παρόλα αυτά θεωρώ ότι ήδη είχα την τύχη να γνωρίσω, να συναναστραφώ και να συνεργαστώ με σημαντικά πρόσωπα της ευρύτερης εικαστικής σκηνής και ιδιαίτερους, δημιουργικούς ανθρώπους που έρχονται από παντού και συνθέτουν μία αρκετά ζωντανή σκηνή, που ανανεώνεται και εξελίσσεται θέτοντας το γεωγραφικό της πλαίσιο ως σημείο συνάντησης .
Στο πλαίσιο των ερευνών σου έχεις συμμετάσχει σε ομαδικά projects, όπως για παράδειγμα στο Making Air, για το Observatoire de Paris το 2006. Πώς προκύπτουν αυτές οι συνεργασίες και πώς λειτουργείς μέσα σένα ομαδικό πνεύμα; Τί σε ελκύει σε τέτοιου τύπου συλλογικές δράσεις;
Αυτές οι συνεργασίες προκύπτουν ή πρέπει να προκύπτουν από σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης και είναι αποτελέσματα ευτυχών συμπτώσεων και συγκυριών. Εξαιτίας της εύθραυστης και της απρόβλεπτης φύσης τους, τέτοιου είδους projects με ενδιαφέρουν και με προκαλούν ιδιαίτερα γιατί ακριβώς προτείνουν και προκαλούν μία διαφορετικού τύπου δράση και αντίδραση εκ μέρους των καλλιτεχνών. Χαίρομαι λοιπόν που μέσα στο πλαίσιο αυτό εγγράφονται δυο σημαντικές προσεχείς δραστηριότητές μου, πρώτον ως artist in residence στο Pavillon του Μουσείου Palais de Tokyo στο Παρίσι και δεύτερον με την συμμετοχή μου σε μια work in progress έκθεση στο Shunt του Λονδίνου, τον Οκτώβριο.
Στα projects σου συνδυάζεις τη ζωγραφική, το σχέδιο, τη φωτογραφία, τις κατασκευές, την αρχιτεκτονική, την επιστημονική, ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα, κάποτε τη στατιστική, τη γεωγραφία, την τεχνολογία. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα γοητευτικό, όμως πόσο εύκολο είναι στην πράξη να διατηρείς με τέτοια εποπτική γνώση της τέχνης, της επιστήμης, της ζωής;
Φαντάζομαι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο. Δεν νομίζω ότι σκοπός μου είναι να διατηρώ «εποπτική γνώση της τέχνης, της επιστήμης, της ζωής». Η δουλειά μου σίγουρα βασίζεται σε γεγονότα ιστορικά (με την έννοια του αληθινού) και μη, τα οποία με ενδιαφέρουν, με συγκινούν και με βάζουν σε διαδικασία παραγωγικής σκέψης. Είναι λοιπόν δυνατόν να αναφέρομαι σε ένα άρθρο πολιτικής ή οικονομικής επικαιρότητας στην εφημερίδα ή/και στην διαπλοκή των χαρακτήρων σε μια νουβέλα επιστημονικής φαντασίας π.χ. του J.G.Ballard. Το υλικό αυτό υποστηρίζει και προωθεί την αρχική μου ιδέα γι αυτό και το επεξεργάζομαι συστηματικά με την απαραίτητη όμως δόση συναισθηματισμού και αφέλειας αυτού που ανακαλύπτει μια νέα ήπειρο.
Μίλησες μας για τη διαδικασία σύλληψης και δημιουργίας ενός τέτοιου σύνθετου έργου. Πώς οργανώνεις τη δουλειά σου; Πώς ιεραρχείς τα διαφορετικά μέρη της; Τί χρόνο χρειάζεσαι για να την ολοκληρώσεις;
Συνήθως περνάω πολύ χρόνο στο Internet, πληκτρολογώντας λέξεις=κλειδιά στο google, αναζητώντας άρθρα και εικόνες και συγκεντρώνοντας βιβλιογραφία και στοιχεία τα οποία διαβάζω και αρχειοθετώ φανατικά μέσα σε φακέλους και υποφακέλους που τροφοδοτούν τωρινά και μελλοντικά (wanna be) projects. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος χρόνος ολοκλήρωσης ή εμφάνισης ενός έργου. Συνήθως όταν όλα πάνε καλά τα διάφορα μέρη της δουλειάς απλά βρίσκουν τη θέση τους, τον τρόπο και κυρίως τον λόγο ύπαρξή τους πριν και μετά από κάτι άλλο.
Μέσα από το έργο σου διερευνάς εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης της αρχιτεκτονικής και προτείνεις τη δημιουργία νέων κοινωνικών δομών, κανόνων και συμπεριφορών με στόχο τη βελτίωση των σχέσεων και την επίτευξη της ευτυχίας; Πόσο πραγματοποιήσιμες ή ουτοπιστικές πιστεύεις ότι είναι οι προτάσεις αυτές;
Η δουλειά μου κινείται στα σύνορα μεταξύ ενός φυσικού και υπερφυσικού χώρου, ερευνά την αρχιτεκτονική στα όρια της πραγματικότητας και της επιθυμίας, τον δομημένο χώρο, τους όγκους και τις φόρμες ως αποτελέσματα παρά-τεταμένων συναντήσεων. Τα εύθραυστα αυτά οικοδομήματα σχέσεων και συνύπαρξης που προτείνω είναι καθαρά συναισθηματικής φύσεως και θέτουν ζητήματα άγχους και ανησυχίας ως τους κυριότερους λόγους κατάρρευσής τους.
Μίλησες μας για το Building anxieties και την εγκατάσταση High hopes που παρουσίασες στο ΕΜΣΤ. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα της διαδικτυακής εταιρείας, που προτείνει λύσεις και ιδέες για τη δημιουργία ενός ιδανικού περιβάλλοντος;
Η διαδικτυακή αυτή εταιρεία στέκεται ακριβώς σε ένα transit, μεταβατικό χώρο μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, υλικού και άυλου και διαχειρίζεται ιδέες και προτάσεις «υλοποιήσιμες σε τεχνικό επίπεδο, επιθυμητές σε ανθρωπιστικό επίπεδο και απαραίτητες σε κοινωνικό» για να χρησιμοποιήσω αυτή τη φράση του Constant. Όλα μένουν ένα βήμα πριν την υλοποίησή τους, ενεργοποιώντας περισσότερο έναν χρόνο και χώρο σκέψης και δυνατοτήτων.
Για την έκθεση In present tense, η εταιρεία με corporate εμφάνιση, απομίμηση και κάθετη ανάπτυξη, όπως κάθε εταιρεία που σέβεται τον εαυτό της, επιχείρησε την πρώτη και υπερβολικά φιλόδοξη δημόσια εμφάνισή της.
http://www.buildinganxieties.com
Το Building anxieties είναι ένα έργο εν εξελίξει. Πώς σκέφτεσαι να το εξελίξεις;
Building anxieties είναι μια φράση που χρησιμοποιώ συχνά όταν περιγράφω το σκεπτικό πίσω από την δουλειά μου .
Κάτω από τον γενικό αυτό τίτλο συγκεντρώνεται μία σειρά έργων και πρακτικών πειραματισμών που βρίσκονται συνεχώς σε εξέλιξη και σχολιάζουν ζητήματα κοινωνικής ισορροπίας και status και τρόπους ένταξης, οριοθέτησης και προσαρμογής στο δομημένο περιβάλλον .
Σε κάποια projects σου, όπως για παράδειγμα στα έργα The garden and the fence και The Architecture of reassurance, έχεις ως αφετηρία κάποια clichés της αμερικανικής κοινωνίας για να διαπραγματευτείς σύγχρονα προβλήματα όπως η αποξένωση. Θα σε ενδιέφερε αντίστοιχα κάποια στιγμή να ασχοληθείς με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας;
Πράγματι σημείο εκκίνησης της έρευνας είναι υπαρκτά κοινωνικά συστήματα και με αυτή τη λογική η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα και το αστικό περιβάλλον αποτελούν πολύ ενδιαφέρουσες πηγές και εικόνες. Τα νέα μοντέλα γειτνίασης και επικοινωνίας που παρουσιάζονται πάντως, καταλήγουν να εισάγουν συναισθηματικές ισορροπίες και αποστάσεις που δεν καθορίζουν έναν πραγματικό χώρο αλλά έναν κυρίως ψυχολογικό.
Με αφορμή τη συμμετοχή σου στην έκθεση σε Ενεστώτα χρόνο, πώς σχολιάζεις τη σύγχρονη ελληνική τέχνη και κατά πόσο πιστεύεις ότι και εσύ ανήκεις σε αυτή;
Δεν μου είναι εύκολο να κάνω τέτοιους διαχωρισμούς και δηλώσεις, προτιμώ να μιλώ για συνεργασίες και «σχέσεις» τόσο με Έλληνες όσο και με ξένους καλλιτέχνες που εκτιμώ.
Ευχαριστώ πολύ
Thursday, April 24, 2008
Friday, April 18, 2008
Μανταλίνα Ψωμά - Mantalina Psoma
Συνομιλία μέσω e-mail της Ελένης Γανίτη με την Μανταλίνα Ψωμά.
Μανταλίνα, πότε και πως προέκυψε η απόφασή σου να σχοληθείς με την τέχνη?
Η πρώτη μου ανάμνηση είναι όταν τεσσάρων περίπου χρονών πιάνω στα χέρια μου κηρομπογιές κι αρχίζω να ζωγραφίζω πάνω σε χαρτόνια. Η εμπειρία άσκησε μαγική επίδραση πάνω μου. Από τότε η ζωγραφική έγινε η αγαπημένη μου απασχόληση μέχρι που στην εφηβία πήρα την απόφαση, με την ενθάρρυνση και την παρότρυνση της δασκάλας του εργαστηρίου ζωγραφικής που παρακολουθούσα τότε, να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτήν.
Σπούδασες ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου. Γιατί επέλεξες να σπουδάσεις στο εξωτερικό και όχι στην Ελλάδα? θεωρείς ότι αυτή σου η απόφαση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του έργου σου?
Ήξερα γερμανικά και καθώς η σχολή του Βερολίνου είχε καλή φήμη αποφάσισα να δώσω εξετάσεις εκεί. Αν δεν περνούσα είχα σκοπό αμέσως μετά να δώσω εξετάσεις στην σχολή της Αθήνας, αλλά δεν χρειάστηκε. Ασφαλώς και οι σπουδές στο Βερολίνο σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που είχα ζώντας εκεί, πήγα στα 18 μου και έμεινα 15 χρόνια, διαμόρφωσε το έργο και την προσωπικότητά μου. Ουσιαστικά εκεί μεγάλωσα.
Μίλησε μας λίγο για τα χρόνια των σπουδών σου, τα πρώτα σου έργα και τις επιδράσεις που δέχτηκες από το περιβάλλον της σχολής σου αλλά και από τις επικρατούσες τότε εικαστικές τάσεις.
Η επικρατούσα τάση το ’85 που μπήκα εγώ στην σχολή, ήταν ακόμα ο «άγριος εξπρεσσιονισμός» (die Wilden) που δεν με συγκίνησε ποτέ ιδιαίτερα. Τα πρώτα χρόνια με επηρέασαν πιο «ήπιοι» εξπρεσσιονιστές όπως ο Emil Nolde ,πολλοί από το ρεύμα της “COBRA”, και παλαιότεροι Γερμανοι εξπρεσσιονιστές όπως ο Otto Dix. Κάποια στιγμή όμως στον δεύτερο με τρίτο χρόνο των σπουδών μου, συνειδητοποίησα ότι η «έκσταση» που ένιωθα όταν δούλευα ήταν περισσότερο σωματικής παρά διανοητικής φύσεως. Ένιωθα ότι αυτός ο τρόπος έκφρασης δεν με καλύπτει, προσπαθούσα να βρώ πώς θα μπορούσα να γεφυρώσω το συναίσθημα με την σκέψη. Έτσι δειλά δειλά άρχισα να προσεγγίζω τον ρεαλισμό αρχικά με επιρροές απ’ τον Bacon, στη συνέχεια «καθαρίζοντας» κάθε ίχνος εξπρεσσιονισμού, μέχρι που τα τελευταία δύο έτη των σπουδών μου, στο πτυχείο και το master δηλαδή, φτιάχνω την πρώτη σειρά με ρεαλιστικά έργα που απεικόνιζε εσωτερικούς χώρους στις αποχρώσεις του κόκκινου. Θυμάμαι τις ειρωνικές αντιδράσεις μερικών συμφοιτητών μου, ήδη τότε η ζωγραφική περνούσε κρίση και θεωρείτο «πεθαμένη» και πολλοί «πρώην» ζωγράφοι είχαν περάσει σε άλλα μέσα. Ευτυχώς όμως είχαμε μεγάλη ελευθερία από τους καθηγητές και μας άφηναν να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Βέβαια πέρασα πολλές κρίσεις ανασφάλειας και αποχής από τη ζωγραφική στα χρόνια που ακολούθησαν και ταλαντεύτηκα αρκετές φορές μεταξύ αφηρημένης και συγκεκριμένης ζωγραφικής προσπαθώντας όπως ο Richter να συνδυάσω και τα δύο, μέχρι που κάποια στιγμή στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αποφάσισα να κάνω αυτό που πραγματικά θέλω εγώ, αυτό που με «τραβούσε» πάντα, αυτό που «είμαι» εγώ και αφοσιώθηκα πλέον στην πιο συγκεκριμένη ζωγραφική, ψάχνοντας να βρω έναν τρόπο να πω αυτά που ίσως έχουν πει χιλιάδες άλλοι ,αλλά να βγαίνουν απ’ την εποχή μου και να μπορούν να συγκινήσουν.
Στη Γερμανία παρέμεινες αρκετά χρόνια και μετά το πέρας των σπουδών σου, αλλά σε αντίθεση με αρκετούς έλληνες καλλιτέχνες που επιλέγουν να παραμείνουν στο εξωτερικό εσύ αποφάσισες να επιστρέψεις στην Ελλάδα. Πότε και γιατί πήρες αυτή την απόφαση? Η επιστροφή σου επηρέασε το έργο σου?
Το ’99 όταν πια είχα αρκετά έργα και είχα αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, έχοντας κάνει και2-3 εκθέσεις στη Γερμανία, έδειξα τη δουλειά μου στη Μαρίνα Φωκίδη, η οποία το 2000 την παρουσίασε στο «Symbol» του Επενδυτή. Πολύ σύντομα ξεκίνησε η συνεργασία μου με την Ρεβέκκα Καμχή. Ήταν η κατάλληλη στιγμή, ένιωθα πλέον αρκετά ώριμη καλλιτεχνικά ώστε να μη με φοβίζει η «απομόνωση» της Ελλάδας που έτσι κι αλλιώς δεν υφίσταται πλέον, και με είχε κουράσει πια το μουντό κλίμα της Γερμανίας. Με την αφορμή της συμμετοχής μου σε μια ομαδική έκθεση που διοργάνωσε ο Αντωνίτσης στην Ύδρα το καλοκαίρι του 2000 παίρνω την απόφαση να επιστρέψω Ελλάδα.
Πώς σου φάνηκε η εικαστική κατάσταση στην Ελλάδα όταν επέστρεψες, ιδιαίτερα σε σύγκριση με αυτήν που επικρατούσε στο εξωτερικό όπου διέμενες? Αντιμετώπισες κάποιες δυσκολίες?
Τα χρόνια αυτά που είμαι Ελλάδα δουλεύω σαν Γερμανίδα! Επιτέλους βρήκα την ψυχική ηρεμία για να απομονωθώ στο εργαστήριό μου και να αφοσιωθώ στη δουλειά μου. Δεν ασχολήθηκα λοιπόν ιδιαίτερα με την εικαστική κατάσταση στην Ελλάδα. Απ’ τα λίγα που ξέρω μου φαίνεται πως και εδώ όπως και στη Γερμανία οι περισσότεροι ανακυκλώνουν τα διεθνή«trends» θέλοντας να είναι «πρωτοποριακοί» με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βγάλουν τίποτε καινούργιο. Δυστυχώς και εδώ και εκεί οι περισσότερες σύγχρονες εκθέσεις είναι βαρετές τουλάχιστον για μένα. Όσον αφορά στον τρόπο επαγγελματικής επιτυχίας ενός καλλιτέχνη εδώ στην Ελλάδα επίσης δεν γνωρίζω πολλά δεδομένου ότι η συνεργασία μου με την Ρεβέκκα Καμχή έχει αποδώσει μέχρι τώρα εξαιρετικά.
Είσαι από τους λίγους νεότερους καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν τη ζωγραφική ως μοναδικό εκφραστικο τους μέσο και θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μας μιλήσεις λίγο γι αυτό. Γιατί επιμένεις στη ζωγραφική? Επέλεξες από την αρχή να εκφραστείς καλλιτεχνικά μέσω της ζωγραφικής ή έχεις πειραματιστεί και με άλλα μέσα?
Εμμέσως έχω αναφερθεί στο συγκεκριμένο και παραπάνω. Ασχολούμαι με τη ζωγραφική γιατι είμαι ζωγράφος, γιατί αυτό είναι το μέσο που αγαπώ και καταφέρνω καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Στην προετοιμασία της δουλειάς μου όμως χρησιμοποιώ και άλλα μέσα. Τη φωτογραφία, φωτογραφίζω και η ίδια πολύ μαζεύοντας πρώτη ύλη για τη δουλειά, και τον υπολογιστή (photoshop), όπου επεξεργάζομαι πολλές ώρες το υλικό μου και δημιουργώ τα «προσχέδια» για τη ζωγραφική μου.
Από που αντλείς την έμπνευσή και τις εικόνες για τα έργα σου? Υπάρχει το αυτοβιογραφικό στοιχείο σε αυτά?
Με εμπνέουν πάντα οι ανθρώπινες σχέσεις, τα παιδιά, η ψυχανάλυση, το σινεμά, η λογοτεχνία, η φύση, η μουσική, ό,τι όλον τον κόσμο δηλαδή.
Νομίζω ότι και να ήθελε ένας δημιουργός να αποφύγει το αυτοβιογραφικό στοιχείο στα έργα του δεν θα τα κατάφερνε, πόσο μάλλον εγώ που δεν προσπαθώ κάτι τέτοιο. Δεν το επιδιώκω όμως τόσο πλέον όσο σε πιο παλιά έργα. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, ώστε αβίαστα αυτό να εισχωρήσει και πολλές φορές το ανακαλύπτω πολύ αργότερα.
Συλλέγω εικόνες που μου προκαλούν κάτι από τη φύση, από εσωτερικούς χώρους, φωτογραφικά άλμπουμ, ταινίες, περιοδικά και τις αρχειοθετώ στον υπολογιστή. Κάποια στιγμή ενώ επεξεργάζομαι κάποια εικόνα αισθάνομαι ότι έχω μπροστά μου κάτι οικείο, σαν κάποια παιδική μνήμη να πήρε ξαφνικά μορφή, ή κάποιο ξεχασμένο όνειρο να εμφανίστηκε πάλι ή να με διακατέχει πάλι το ίδιο ακριβώς συναίσθημα που είχα κάποτε διαβάζοντας λόγου χάρη ένα αγαπημένο βιβλίο. Τότε ξέρω ότι είμαι σε καλό δρόμο.
Στα έργα σου υπάρχει έντονο το στοιχείο του ρεαλισμού, αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή? Θεωρείς ότι έχεις επηρεαστεί από άλλους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν τον ρεαλισμό στο έργο τους?
Όπως είπα και παραπάνω σαφώς και είναι συνειδητή επιλογή ο ρεαλιστικός τρόπος έκφρασης γιατί μόνο έτσι μπορώ να συνδυάσω αυτά που αισθάνομαι με αυτά που σκέφτομαι και να τους δώσω μορφή. Έχω επηρεαστεί από τον Richter, τον Hockney, τον Hopper, αλλά κυρίως από πολύ παλαιότερους όπως τον Vermeer, Balthus, Degas, Lucas Kranach, Velazguez,Hans Holbein, Van Eyck, Pierro della Franncesca…
Οι πινακές σου δίνουν την εντύπωση μιας σκηνοθετημένης αφήγησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι διηγούνται μια μικρή «ιστορία». Μίλησέ μας λίγο για τη διαδικασία αυτή της δημιουργίας του πίνακα, για τον τρόπο δηλαδή της «σκηνοθεσίας». Πώς επιλέγεις το «σκηνικό» και τους πρωταγωνιστές σου? Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το χώρο και τους ήρωές σου και αν ναι αυτά επαναλαμβάνονται στα έργα σου?
Πράγματι, αν και θέλω κάθε πίνακας να μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα, πολλές φορές, ειδικά σε μικρότερους πίνακες ιδίων διαστάσεων, επιδιώκω και μία«ανάγνωση» σε σχέση με τη σειρά που θα τοποθετηθούν, η οποία θα μεταβάλλεται όταν η σειρά αλλάξει, έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να «φτιάξει» την δικιά του ιστορία.
Πώς επιλέγω το σκηνικό και τους πρωταγωνιστές μου? Νομίζω πως υπάρχει κάποια θολή εικόνα στο μυαλό μου για το τι περίπου θέλω κάθε φορά και όταν συναντώ κάποιο πρόσωπο, κάποιο χώρο ή τοπίο που μου την ανακαλεί, τότε το «συλλαμβάνω» και του κάνω τις απαραίτητες επεμβάσεις ώστε να μοιάσει σ’ αυτό που θέλω. Με την επεξεργασία βέβαια μπορεί να οδηγηθώ εντελώς αλλού και είτε να το αποδεχτώ είτε να το απορρίψω. Έχω στον υπολογιστή μου ένα τεράστιο αρχείο από φωτογραφίες που περιμένουν να χρησιμοποιηθούν κάποια στιγμή. Όταν το έναυσμα το δώσει μία φιγούρα, θα μου καθορίσει αυτή τον χώρο όπου θα μπει. Όταν ξεκινήσω απ’ τον χώρο πιθανώς να μείνω σε αυτόν και να μη χρησιμοποιήσω φιγούρα καθόλου. Σε κάθε περίπτωση η ουσιαστική δουλειά γίνεται ζωγραφικά, μέχρι η ατμόσφαιρα να ηλεκτριστεί, μέχρι το βλέμμα του πρωταγωνιστή μου να αποκτήσει κάτι απειλητικά ήρεμο και η ύπαρξή του κάτι το ανεξιχνίαστο, μέχρι να δώσω αυτή την ένταση που υπάρχει στις μεταιχμιακές καταστάσεις, λίγο πριν ή λίγο μετά τη μεγάλη απόφαση, λίγο πριν ή λίγο μετά την καταιγίδα, λίγο πριν ή λίγο μετά το «σημαντικό». Αυτό εξάλλου δηλώνουν συχνά και οι τίτλοι των έργων μου: «Η Αναζήτηση», «Η Προσδοκία», «Η Απομάκρυνση» κλπ.
Το έργο σου κινείται στο χώρο του σουρεαλισμού, όπως έχει κατά καιρούς ειπωθεί?
Νομίζω πως δουλεύοντας με τον τρόπο που εξήγησα παραπάνω αποκτούν οι πίνακές μου κάτι απόκοσμο χωρίς να υπάρχει όμως κανένα πραγματικά ανοίκειο στοιχείο κι έτσι βγαζουν ίσως κάτι σουρεαλιστικό. Ένας φίλος μου έχει χαρακτηρίσει τη δουλειά μου ως «triprealism» και μου φαίνεται πετυχημένο.
Τι επιδιώκεις να εκφράσεις μέσα από τους πίνακές σου?
Εκτός από αυτά που είπα ήδη, στόχος μου είναι να μπορέσω να αγγίξω με τα έργα μου τον θεατή, να τον συγκινήσω, ξαναδίνοντας στη ζωγραφική την χαμένη της δύναμη.
Στην έκθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Σε Ενεστώτα Χρόνο, Νέοι Έλληνες Καλλιτέχνες», συμμετέχεις με τα έργα «Η αναζήτηση 20» και «Σάββατο Βράδυ», μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για τα έργο αυτά?
Δεν μου αρέσει να μιλάω για συγκεκριμένα έργα αλλά για το έργο μου συνολικά, του οποίου τμήμα είναι και αυτά που εκτέθηκαν στην έκθεση. Να πω μόνο για το έργο «η αναζήτηση 20» και για κάποιον που ενδιαφέρεται για τη δουλειά μου, αν αναζητήσει και τα προηγούμενα 19 της σειράς ή και τα επόμενα θα έχει την εμπειρία για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, να το δει, δηλαδή, και σαν κομμάτι μιας ιστορίας.
Τέλος θα ήθελα να μας πεις αν αισθάνεσαι «νέα ελληνίδα καλλιτέχνης» και αν θεωρείς ότι υπάρχουν στα έργα σου κοινά στοιχεία με τα έργα άλλων ελλήνων καλλιτεχνών.
Δεν προσδιορίζω τον εαυτό μου ως μέλος της νέας γενιάς ελλήνων καλλιτεχνών. Βλέπω όμως κάποια κοινά στοιχεία με μερικούς άλλους νέους καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα τον Πάνο Κοκκινιά, τη Δήμητρα Λαζαρίδου και την Ντιάννα Μαγγανιά.
Saturday evening, 2007
Μανταλίνα, πότε και πως προέκυψε η απόφασή σου να σχοληθείς με την τέχνη?
Η πρώτη μου ανάμνηση είναι όταν τεσσάρων περίπου χρονών πιάνω στα χέρια μου κηρομπογιές κι αρχίζω να ζωγραφίζω πάνω σε χαρτόνια. Η εμπειρία άσκησε μαγική επίδραση πάνω μου. Από τότε η ζωγραφική έγινε η αγαπημένη μου απασχόληση μέχρι που στην εφηβία πήρα την απόφαση, με την ενθάρρυνση και την παρότρυνση της δασκάλας του εργαστηρίου ζωγραφικής που παρακολουθούσα τότε, να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτήν.
Σπούδασες ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου. Γιατί επέλεξες να σπουδάσεις στο εξωτερικό και όχι στην Ελλάδα? θεωρείς ότι αυτή σου η απόφαση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του έργου σου?
Ήξερα γερμανικά και καθώς η σχολή του Βερολίνου είχε καλή φήμη αποφάσισα να δώσω εξετάσεις εκεί. Αν δεν περνούσα είχα σκοπό αμέσως μετά να δώσω εξετάσεις στην σχολή της Αθήνας, αλλά δεν χρειάστηκε. Ασφαλώς και οι σπουδές στο Βερολίνο σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που είχα ζώντας εκεί, πήγα στα 18 μου και έμεινα 15 χρόνια, διαμόρφωσε το έργο και την προσωπικότητά μου. Ουσιαστικά εκεί μεγάλωσα.
Μίλησε μας λίγο για τα χρόνια των σπουδών σου, τα πρώτα σου έργα και τις επιδράσεις που δέχτηκες από το περιβάλλον της σχολής σου αλλά και από τις επικρατούσες τότε εικαστικές τάσεις.
Η επικρατούσα τάση το ’85 που μπήκα εγώ στην σχολή, ήταν ακόμα ο «άγριος εξπρεσσιονισμός» (die Wilden) που δεν με συγκίνησε ποτέ ιδιαίτερα. Τα πρώτα χρόνια με επηρέασαν πιο «ήπιοι» εξπρεσσιονιστές όπως ο Emil Nolde ,πολλοί από το ρεύμα της “COBRA”, και παλαιότεροι Γερμανοι εξπρεσσιονιστές όπως ο Otto Dix. Κάποια στιγμή όμως στον δεύτερο με τρίτο χρόνο των σπουδών μου, συνειδητοποίησα ότι η «έκσταση» που ένιωθα όταν δούλευα ήταν περισσότερο σωματικής παρά διανοητικής φύσεως. Ένιωθα ότι αυτός ο τρόπος έκφρασης δεν με καλύπτει, προσπαθούσα να βρώ πώς θα μπορούσα να γεφυρώσω το συναίσθημα με την σκέψη. Έτσι δειλά δειλά άρχισα να προσεγγίζω τον ρεαλισμό αρχικά με επιρροές απ’ τον Bacon, στη συνέχεια «καθαρίζοντας» κάθε ίχνος εξπρεσσιονισμού, μέχρι που τα τελευταία δύο έτη των σπουδών μου, στο πτυχείο και το master δηλαδή, φτιάχνω την πρώτη σειρά με ρεαλιστικά έργα που απεικόνιζε εσωτερικούς χώρους στις αποχρώσεις του κόκκινου. Θυμάμαι τις ειρωνικές αντιδράσεις μερικών συμφοιτητών μου, ήδη τότε η ζωγραφική περνούσε κρίση και θεωρείτο «πεθαμένη» και πολλοί «πρώην» ζωγράφοι είχαν περάσει σε άλλα μέσα. Ευτυχώς όμως είχαμε μεγάλη ελευθερία από τους καθηγητές και μας άφηναν να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Βέβαια πέρασα πολλές κρίσεις ανασφάλειας και αποχής από τη ζωγραφική στα χρόνια που ακολούθησαν και ταλαντεύτηκα αρκετές φορές μεταξύ αφηρημένης και συγκεκριμένης ζωγραφικής προσπαθώντας όπως ο Richter να συνδυάσω και τα δύο, μέχρι που κάποια στιγμή στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αποφάσισα να κάνω αυτό που πραγματικά θέλω εγώ, αυτό που με «τραβούσε» πάντα, αυτό που «είμαι» εγώ και αφοσιώθηκα πλέον στην πιο συγκεκριμένη ζωγραφική, ψάχνοντας να βρω έναν τρόπο να πω αυτά που ίσως έχουν πει χιλιάδες άλλοι ,αλλά να βγαίνουν απ’ την εποχή μου και να μπορούν να συγκινήσουν.
Στη Γερμανία παρέμεινες αρκετά χρόνια και μετά το πέρας των σπουδών σου, αλλά σε αντίθεση με αρκετούς έλληνες καλλιτέχνες που επιλέγουν να παραμείνουν στο εξωτερικό εσύ αποφάσισες να επιστρέψεις στην Ελλάδα. Πότε και γιατί πήρες αυτή την απόφαση? Η επιστροφή σου επηρέασε το έργο σου?
Το ’99 όταν πια είχα αρκετά έργα και είχα αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, έχοντας κάνει και2-3 εκθέσεις στη Γερμανία, έδειξα τη δουλειά μου στη Μαρίνα Φωκίδη, η οποία το 2000 την παρουσίασε στο «Symbol» του Επενδυτή. Πολύ σύντομα ξεκίνησε η συνεργασία μου με την Ρεβέκκα Καμχή. Ήταν η κατάλληλη στιγμή, ένιωθα πλέον αρκετά ώριμη καλλιτεχνικά ώστε να μη με φοβίζει η «απομόνωση» της Ελλάδας που έτσι κι αλλιώς δεν υφίσταται πλέον, και με είχε κουράσει πια το μουντό κλίμα της Γερμανίας. Με την αφορμή της συμμετοχής μου σε μια ομαδική έκθεση που διοργάνωσε ο Αντωνίτσης στην Ύδρα το καλοκαίρι του 2000 παίρνω την απόφαση να επιστρέψω Ελλάδα.
Πώς σου φάνηκε η εικαστική κατάσταση στην Ελλάδα όταν επέστρεψες, ιδιαίτερα σε σύγκριση με αυτήν που επικρατούσε στο εξωτερικό όπου διέμενες? Αντιμετώπισες κάποιες δυσκολίες?
Τα χρόνια αυτά που είμαι Ελλάδα δουλεύω σαν Γερμανίδα! Επιτέλους βρήκα την ψυχική ηρεμία για να απομονωθώ στο εργαστήριό μου και να αφοσιωθώ στη δουλειά μου. Δεν ασχολήθηκα λοιπόν ιδιαίτερα με την εικαστική κατάσταση στην Ελλάδα. Απ’ τα λίγα που ξέρω μου φαίνεται πως και εδώ όπως και στη Γερμανία οι περισσότεροι ανακυκλώνουν τα διεθνή«trends» θέλοντας να είναι «πρωτοποριακοί» με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βγάλουν τίποτε καινούργιο. Δυστυχώς και εδώ και εκεί οι περισσότερες σύγχρονες εκθέσεις είναι βαρετές τουλάχιστον για μένα. Όσον αφορά στον τρόπο επαγγελματικής επιτυχίας ενός καλλιτέχνη εδώ στην Ελλάδα επίσης δεν γνωρίζω πολλά δεδομένου ότι η συνεργασία μου με την Ρεβέκκα Καμχή έχει αποδώσει μέχρι τώρα εξαιρετικά.
Είσαι από τους λίγους νεότερους καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν τη ζωγραφική ως μοναδικό εκφραστικο τους μέσο και θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μας μιλήσεις λίγο γι αυτό. Γιατί επιμένεις στη ζωγραφική? Επέλεξες από την αρχή να εκφραστείς καλλιτεχνικά μέσω της ζωγραφικής ή έχεις πειραματιστεί και με άλλα μέσα?
Εμμέσως έχω αναφερθεί στο συγκεκριμένο και παραπάνω. Ασχολούμαι με τη ζωγραφική γιατι είμαι ζωγράφος, γιατί αυτό είναι το μέσο που αγαπώ και καταφέρνω καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Στην προετοιμασία της δουλειάς μου όμως χρησιμοποιώ και άλλα μέσα. Τη φωτογραφία, φωτογραφίζω και η ίδια πολύ μαζεύοντας πρώτη ύλη για τη δουλειά, και τον υπολογιστή (photoshop), όπου επεξεργάζομαι πολλές ώρες το υλικό μου και δημιουργώ τα «προσχέδια» για τη ζωγραφική μου.
Από που αντλείς την έμπνευσή και τις εικόνες για τα έργα σου? Υπάρχει το αυτοβιογραφικό στοιχείο σε αυτά?
Με εμπνέουν πάντα οι ανθρώπινες σχέσεις, τα παιδιά, η ψυχανάλυση, το σινεμά, η λογοτεχνία, η φύση, η μουσική, ό,τι όλον τον κόσμο δηλαδή.
Νομίζω ότι και να ήθελε ένας δημιουργός να αποφύγει το αυτοβιογραφικό στοιχείο στα έργα του δεν θα τα κατάφερνε, πόσο μάλλον εγώ που δεν προσπαθώ κάτι τέτοιο. Δεν το επιδιώκω όμως τόσο πλέον όσο σε πιο παλιά έργα. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, ώστε αβίαστα αυτό να εισχωρήσει και πολλές φορές το ανακαλύπτω πολύ αργότερα.
Συλλέγω εικόνες που μου προκαλούν κάτι από τη φύση, από εσωτερικούς χώρους, φωτογραφικά άλμπουμ, ταινίες, περιοδικά και τις αρχειοθετώ στον υπολογιστή. Κάποια στιγμή ενώ επεξεργάζομαι κάποια εικόνα αισθάνομαι ότι έχω μπροστά μου κάτι οικείο, σαν κάποια παιδική μνήμη να πήρε ξαφνικά μορφή, ή κάποιο ξεχασμένο όνειρο να εμφανίστηκε πάλι ή να με διακατέχει πάλι το ίδιο ακριβώς συναίσθημα που είχα κάποτε διαβάζοντας λόγου χάρη ένα αγαπημένο βιβλίο. Τότε ξέρω ότι είμαι σε καλό δρόμο.
Στα έργα σου υπάρχει έντονο το στοιχείο του ρεαλισμού, αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή? Θεωρείς ότι έχεις επηρεαστεί από άλλους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν τον ρεαλισμό στο έργο τους?
Όπως είπα και παραπάνω σαφώς και είναι συνειδητή επιλογή ο ρεαλιστικός τρόπος έκφρασης γιατί μόνο έτσι μπορώ να συνδυάσω αυτά που αισθάνομαι με αυτά που σκέφτομαι και να τους δώσω μορφή. Έχω επηρεαστεί από τον Richter, τον Hockney, τον Hopper, αλλά κυρίως από πολύ παλαιότερους όπως τον Vermeer, Balthus, Degas, Lucas Kranach, Velazguez,Hans Holbein, Van Eyck, Pierro della Franncesca…
Οι πινακές σου δίνουν την εντύπωση μιας σκηνοθετημένης αφήγησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι διηγούνται μια μικρή «ιστορία». Μίλησέ μας λίγο για τη διαδικασία αυτή της δημιουργίας του πίνακα, για τον τρόπο δηλαδή της «σκηνοθεσίας». Πώς επιλέγεις το «σκηνικό» και τους πρωταγωνιστές σου? Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το χώρο και τους ήρωές σου και αν ναι αυτά επαναλαμβάνονται στα έργα σου?
Πράγματι, αν και θέλω κάθε πίνακας να μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα, πολλές φορές, ειδικά σε μικρότερους πίνακες ιδίων διαστάσεων, επιδιώκω και μία«ανάγνωση» σε σχέση με τη σειρά που θα τοποθετηθούν, η οποία θα μεταβάλλεται όταν η σειρά αλλάξει, έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να «φτιάξει» την δικιά του ιστορία.
Πώς επιλέγω το σκηνικό και τους πρωταγωνιστές μου? Νομίζω πως υπάρχει κάποια θολή εικόνα στο μυαλό μου για το τι περίπου θέλω κάθε φορά και όταν συναντώ κάποιο πρόσωπο, κάποιο χώρο ή τοπίο που μου την ανακαλεί, τότε το «συλλαμβάνω» και του κάνω τις απαραίτητες επεμβάσεις ώστε να μοιάσει σ’ αυτό που θέλω. Με την επεξεργασία βέβαια μπορεί να οδηγηθώ εντελώς αλλού και είτε να το αποδεχτώ είτε να το απορρίψω. Έχω στον υπολογιστή μου ένα τεράστιο αρχείο από φωτογραφίες που περιμένουν να χρησιμοποιηθούν κάποια στιγμή. Όταν το έναυσμα το δώσει μία φιγούρα, θα μου καθορίσει αυτή τον χώρο όπου θα μπει. Όταν ξεκινήσω απ’ τον χώρο πιθανώς να μείνω σε αυτόν και να μη χρησιμοποιήσω φιγούρα καθόλου. Σε κάθε περίπτωση η ουσιαστική δουλειά γίνεται ζωγραφικά, μέχρι η ατμόσφαιρα να ηλεκτριστεί, μέχρι το βλέμμα του πρωταγωνιστή μου να αποκτήσει κάτι απειλητικά ήρεμο και η ύπαρξή του κάτι το ανεξιχνίαστο, μέχρι να δώσω αυτή την ένταση που υπάρχει στις μεταιχμιακές καταστάσεις, λίγο πριν ή λίγο μετά τη μεγάλη απόφαση, λίγο πριν ή λίγο μετά την καταιγίδα, λίγο πριν ή λίγο μετά το «σημαντικό». Αυτό εξάλλου δηλώνουν συχνά και οι τίτλοι των έργων μου: «Η Αναζήτηση», «Η Προσδοκία», «Η Απομάκρυνση» κλπ.
Το έργο σου κινείται στο χώρο του σουρεαλισμού, όπως έχει κατά καιρούς ειπωθεί?
Νομίζω πως δουλεύοντας με τον τρόπο που εξήγησα παραπάνω αποκτούν οι πίνακές μου κάτι απόκοσμο χωρίς να υπάρχει όμως κανένα πραγματικά ανοίκειο στοιχείο κι έτσι βγαζουν ίσως κάτι σουρεαλιστικό. Ένας φίλος μου έχει χαρακτηρίσει τη δουλειά μου ως «triprealism» και μου φαίνεται πετυχημένο.
Τι επιδιώκεις να εκφράσεις μέσα από τους πίνακές σου?
Εκτός από αυτά που είπα ήδη, στόχος μου είναι να μπορέσω να αγγίξω με τα έργα μου τον θεατή, να τον συγκινήσω, ξαναδίνοντας στη ζωγραφική την χαμένη της δύναμη.
Στην έκθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Σε Ενεστώτα Χρόνο, Νέοι Έλληνες Καλλιτέχνες», συμμετέχεις με τα έργα «Η αναζήτηση 20» και «Σάββατο Βράδυ», μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για τα έργο αυτά?
Δεν μου αρέσει να μιλάω για συγκεκριμένα έργα αλλά για το έργο μου συνολικά, του οποίου τμήμα είναι και αυτά που εκτέθηκαν στην έκθεση. Να πω μόνο για το έργο «η αναζήτηση 20» και για κάποιον που ενδιαφέρεται για τη δουλειά μου, αν αναζητήσει και τα προηγούμενα 19 της σειράς ή και τα επόμενα θα έχει την εμπειρία για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, να το δει, δηλαδή, και σαν κομμάτι μιας ιστορίας.
Τέλος θα ήθελα να μας πεις αν αισθάνεσαι «νέα ελληνίδα καλλιτέχνης» και αν θεωρείς ότι υπάρχουν στα έργα σου κοινά στοιχεία με τα έργα άλλων ελλήνων καλλιτεχνών.
Δεν προσδιορίζω τον εαυτό μου ως μέλος της νέας γενιάς ελλήνων καλλιτεχνών. Βλέπω όμως κάποια κοινά στοιχεία με μερικούς άλλους νέους καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα τον Πάνο Κοκκινιά, τη Δήμητρα Λαζαρίδου και την Ντιάννα Μαγγανιά.
Η αναζήτηση 20, 2007
The quest 20, 2007
Saturday evening, 2007
Friday, April 11, 2008
Friday, April 4, 2008
Ηλίας Παπαηλιάκης - Η εικόνα ως σύμβολο
Ο Παπαηλιάκης είναι ένας καλλιτέχνης με αξιοσημείωτη προσωπική διαδρομή, με ιδιαίτερο στίγμα γραφής και ισχυρό credo πάνω στο τι σημαίνει εικόνα και με ποιο τρόπο μπορεί να την διαπραγματευτεί κανείς σήμερα. Έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο του Ιδρύματος Γιάννη και Ζωής Σπυρόπουλου κι έκανε σε μικρή ηλικία ατομική έκθεση στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Το 2001 όταν εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 49η μπιενάλε Βενετίας έλεγε: «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η "κυρίαρχη εικόνα". Η εικόνα η οποία κατά κύριο λόγο έχει φτιαχτεί για να μεταφέρει ένα μήνυμα…. Δεν με ενδιαφέρει η προσωπική εικόνα που έχει κάποιος για τα πράγματα, με ενδιαφέρει η κεντρική εικόνα, αυτό που η Εκκλησία ονομάζει "εικόνα του Θεού", ο τρόπος με τον οποίο μια πολιτική οργάνωση εικονοποιεί τη συλλογική επιθυμία. Η εικόνα είναι ένα σύμβολο και ένα σύνθημα. Η εικόνα δεν υπάρχει ερήμην των εκάστοτε επιθυμιών τις οποίες ενσαρκώνει, ερήμην της ανάγκης την οποία καλύπτει».
Να λοιπόν το επίκεντρο της συλλογιστικής του έργου του Παπαηλιάκη, έργου που τον διαφοροποιεί από αρκετούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Όταν πολλοί ανασκολοπίζουν ακόμη. εντελώς προσωπικές στιγμές του ιδιωτικού σε video αναγορεύοντας την «μαρτυρία» σε τέχνη, εκείνος αναζητά να αναμετρηθεί εκ νέου με την αρχέτυπη εικόνα. Το να ασκείς στην ουσία μια μετωνυμική τέχνη που επαναδιαπραγματεύεται έργα κλασσικών καλλιτεχνών με νέα δεδομένα σήμερα, σίγουρα δεν είναι απλή υπόθεση. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια φιλόδοξη απόπειρα αναμυθολόγησης της εικόνας στο εφαλτήριο όχι των μικροστιγμών της καθημερινότητας αλλά στην διελκυστίνδα των μεγάλων οραμάτων, των καθοριστικών στιγμών της ιστορίας της ανθρωπότητας.
«Η εικόνα είναι ένα σύμβολο και ένα σύνθημα» λέει ο Παπαηλιάκης. Δεν υπάρχει ίσως πιο χρήσιμη αλήθεια για έναν νέο καλλιτέχνη από αυτήν που διαπιστώνει πως η εικόνα είναι ένα σύμβολο. Το σύμβολο, όπως και η εικόνα αποτελούν μια συμπύκνωση επιλεκτικών σημασιών, αντανακλώντας το κοσμοείδωλο του καλλιτέχνη ή μια αντίληψη μιας συγκεκριμένης εποχής. Το έργο, όπως και το σύμβολο παράγουν φορτισμένες σηματοδοτήσεις αλλά παραμένουν «αφαιρετικά» ώστε να μπορούν να ερμηνευτούν με πολλαπλούς τρόπους. Ο Παπαηλιάκης με αυτήν την άποψη λοιπόν αρνείται στην πράξη μια τέχνη του ρεπορτάζ ή της προσωπικής αναμετάδοσης πληροφοριών έναντι μιας καταγραφής του συλλογικού γίγνεσθαι της εικόνας και στοχοθετώντας μια πλέον βαθύτερη κι αρχετυπική πρόσληψή της. Αν και γράφτηκε γι’ αυτόν ότι είναι μεταμοντέρνος καλλιτέχνης, ο ίδιος τόσο στον λόγο του όσο και στα έργα του υπερασπίζεται την ουμανιστική παράδοση της Δύσης.
Στα τρία σκοτεινά, υποβλητικά κι αφαιρετικά έργα που παρουσιάζει στην έκθεση ο Παπαηλιάκης μεγεθύνει λεπτομέρειες από έργα του Ρούμπενς, του Τιέπολο και του Τιντορέντο, απαλείφοντας τις λεπτομέρειες της αφήγησης και συνδέοντάς τα με λογοτεχνικές αναφορές. Δημιουργεί έτσι μια μετωνυμία αλλάζοντας δραματικά το πλαίσιο αναφοράς των έργων αυτών και μετουσιώνοντας το αρχικό τους μήνυμα. Όπως σημειώνει πολύ εύστοχα στον κατάλογο η επιμελήτρια Δάφνη Βιτάλη: « Η χρήση των έντονων αντιθέσεων φωτός και σκιάς ενισχύουν το δραματικό στοιχείο, και τα έργα μεταδίδουν μια υποβλητική ατμόσφαιρα που περιβάλλει κι αιχμαλωτίζει τον θεατή. Παρολαυτά το ζωγραφικό του θέμα είναι σχεδόν αθέατο. Η αναπαραστατική λεπτομέρεια απουσιάζει, τα περιγράμματα είναι ασαφή, ενώ οι μορφές χάνονται και την ίδια στιγμή αναδύονται μέσα από το σκοτάδι που έχει δημιουργήσει. Έτσι ο θεατής περισσότερο «υποψιάζεται» παρά αναγνωρίζει την σκηνή που έχει συλλάβει ο καλλιτέχνης. Οι σκηνές βίας που εκτυλίσσονται παρουσιάζονται εξευγενισμένες. Οι μάχες είναι αναίμακτες κι η επιθετικότητα προβάλλεται αμφίσημη καθώς δεν προσδιορίζεται ποιος είναι αυτός που επιτίθεται και ποιος το θύμα αλλά ούτε και το θέμα της διαπλοκής..[..] Αντικρίζουμε ένα σκοτεινό κόσμο γεμάτο οργή και παραλογισμό ο οποίος αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη παράλογη βία. Πρόκειται για μια ανώφελη διαδικασία, μια μάταιη δράση, μια μάχη με τον χρόνο η οποία βέβαια δεν έχει νικητή..»
Περισσότερα στο video που ακολουθεί..
Βασιλίκα Σαριλάκη
Να λοιπόν το επίκεντρο της συλλογιστικής του έργου του Παπαηλιάκη, έργου που τον διαφοροποιεί από αρκετούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Όταν πολλοί ανασκολοπίζουν ακόμη. εντελώς προσωπικές στιγμές του ιδιωτικού σε video αναγορεύοντας την «μαρτυρία» σε τέχνη, εκείνος αναζητά να αναμετρηθεί εκ νέου με την αρχέτυπη εικόνα. Το να ασκείς στην ουσία μια μετωνυμική τέχνη που επαναδιαπραγματεύεται έργα κλασσικών καλλιτεχνών με νέα δεδομένα σήμερα, σίγουρα δεν είναι απλή υπόθεση. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια φιλόδοξη απόπειρα αναμυθολόγησης της εικόνας στο εφαλτήριο όχι των μικροστιγμών της καθημερινότητας αλλά στην διελκυστίνδα των μεγάλων οραμάτων, των καθοριστικών στιγμών της ιστορίας της ανθρωπότητας.
«Η εικόνα είναι ένα σύμβολο και ένα σύνθημα» λέει ο Παπαηλιάκης. Δεν υπάρχει ίσως πιο χρήσιμη αλήθεια για έναν νέο καλλιτέχνη από αυτήν που διαπιστώνει πως η εικόνα είναι ένα σύμβολο. Το σύμβολο, όπως και η εικόνα αποτελούν μια συμπύκνωση επιλεκτικών σημασιών, αντανακλώντας το κοσμοείδωλο του καλλιτέχνη ή μια αντίληψη μιας συγκεκριμένης εποχής. Το έργο, όπως και το σύμβολο παράγουν φορτισμένες σηματοδοτήσεις αλλά παραμένουν «αφαιρετικά» ώστε να μπορούν να ερμηνευτούν με πολλαπλούς τρόπους. Ο Παπαηλιάκης με αυτήν την άποψη λοιπόν αρνείται στην πράξη μια τέχνη του ρεπορτάζ ή της προσωπικής αναμετάδοσης πληροφοριών έναντι μιας καταγραφής του συλλογικού γίγνεσθαι της εικόνας και στοχοθετώντας μια πλέον βαθύτερη κι αρχετυπική πρόσληψή της. Αν και γράφτηκε γι’ αυτόν ότι είναι μεταμοντέρνος καλλιτέχνης, ο ίδιος τόσο στον λόγο του όσο και στα έργα του υπερασπίζεται την ουμανιστική παράδοση της Δύσης.
Στα τρία σκοτεινά, υποβλητικά κι αφαιρετικά έργα που παρουσιάζει στην έκθεση ο Παπαηλιάκης μεγεθύνει λεπτομέρειες από έργα του Ρούμπενς, του Τιέπολο και του Τιντορέντο, απαλείφοντας τις λεπτομέρειες της αφήγησης και συνδέοντάς τα με λογοτεχνικές αναφορές. Δημιουργεί έτσι μια μετωνυμία αλλάζοντας δραματικά το πλαίσιο αναφοράς των έργων αυτών και μετουσιώνοντας το αρχικό τους μήνυμα. Όπως σημειώνει πολύ εύστοχα στον κατάλογο η επιμελήτρια Δάφνη Βιτάλη: « Η χρήση των έντονων αντιθέσεων φωτός και σκιάς ενισχύουν το δραματικό στοιχείο, και τα έργα μεταδίδουν μια υποβλητική ατμόσφαιρα που περιβάλλει κι αιχμαλωτίζει τον θεατή. Παρολαυτά το ζωγραφικό του θέμα είναι σχεδόν αθέατο. Η αναπαραστατική λεπτομέρεια απουσιάζει, τα περιγράμματα είναι ασαφή, ενώ οι μορφές χάνονται και την ίδια στιγμή αναδύονται μέσα από το σκοτάδι που έχει δημιουργήσει. Έτσι ο θεατής περισσότερο «υποψιάζεται» παρά αναγνωρίζει την σκηνή που έχει συλλάβει ο καλλιτέχνης. Οι σκηνές βίας που εκτυλίσσονται παρουσιάζονται εξευγενισμένες. Οι μάχες είναι αναίμακτες κι η επιθετικότητα προβάλλεται αμφίσημη καθώς δεν προσδιορίζεται ποιος είναι αυτός που επιτίθεται και ποιος το θύμα αλλά ούτε και το θέμα της διαπλοκής..[..] Αντικρίζουμε ένα σκοτεινό κόσμο γεμάτο οργή και παραλογισμό ο οποίος αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη παράλογη βία. Πρόκειται για μια ανώφελη διαδικασία, μια μάταιη δράση, μια μάχη με τον χρόνο η οποία βέβαια δεν έχει νικητή..»
Περισσότερα στο video που ακολουθεί..
Βασιλίκα Σαριλάκη
Subscribe to:
Posts (Atom)