«…θέλησα να γράψω τον λόγο ως εγκώμιο της Ελένης και δικό μου παιχνίδι».
Έτσι τελειώνει ένα από τα απολαυστικότερα αναγνώσματα, το Ἑλένης Ἐγκώμιον του Γοργία. Προηγουμένως, ο γόης του λόγου έχει προσπαθήσει, εν είδει ρητορικής άσκησης και χαρίζοντας τους μεγαλύτερους επαίνους στην «πρώτη των πρώτων», να ανασκευάσει τα όσα πιστεύονταν για την ωραία Ελένη, κι έτσι να την αποκαταστήσει ηθικά.
Ο αναγνώστης σίγουρα ξαφνιάζεται, δυσπιστεί, το σκέφτεται αλλά και συνεπαρμένος από τη γοητευτική αφήγηση των διαφορετικών εκδοχών της αλήθειας, αφήνεται στην επαναληπτική φούγκα της μεταμοντέρνας αυτής νουβέλας. Κι εκεί στην τελευταία γραμμή, τον περιμένει μια άλλη αποκάλυψη. Το «παίγνιον» του Γοργία.
Ο συγγραφέας παίζει και το ομολογεί. Εξαπατά τον αναγνώστη; Του υποδεικνύει να μην τον παίρνει στα σοβαρά; Παίρνει πίσω τις πολλές αλήθειες; Ή το παιχνίδι παίρνει τη θέση της μιας και μοναδικής αλήθειας, εναντίον της οποίας είχε εξαντλήσει όλα του τα επιχειρήματα και τις λέξεις; Κι αν η ιστορία του παιχνιδιού είναι κι αυτή ένα κάμωμα;
Ο αναγνώστης, είτε πάει γυρεύοντας είτε όχι, κάνει υποθέσεις, δοκιμάζεται. Ποιος όμως μπορεί να αποκλείσει ότι, και από τη δική του μεριά, κλείνει το μάτι στον αμοραλισμό του δεινού σοφιστή; Άλλωστε, αυτό που πραγματικά παίζεται στην ανάγνωση, δεν είναι μόνο η επίδραση της γραφής σ’ αυτόν που διατρέχει το κείμενο. Είναι η επαναφορά στο προσκήνιο της σχέσης συγγραφέα και αναγνώστη. Η απόλαυση του κειμένου, χρειάζεται και τους δύο, για να θυμηθούμε Le Plaisir du texte και έναν άλλο διαχρονικό γόητα, τον Roland Barthes.
Όσο για την ηθική, αυτή έχει το δικό της πεδίο, τις πράξεις μας.
Έτσι τελειώνει ένα από τα απολαυστικότερα αναγνώσματα, το Ἑλένης Ἐγκώμιον του Γοργία. Προηγουμένως, ο γόης του λόγου έχει προσπαθήσει, εν είδει ρητορικής άσκησης και χαρίζοντας τους μεγαλύτερους επαίνους στην «πρώτη των πρώτων», να ανασκευάσει τα όσα πιστεύονταν για την ωραία Ελένη, κι έτσι να την αποκαταστήσει ηθικά.
Ο αναγνώστης σίγουρα ξαφνιάζεται, δυσπιστεί, το σκέφτεται αλλά και συνεπαρμένος από τη γοητευτική αφήγηση των διαφορετικών εκδοχών της αλήθειας, αφήνεται στην επαναληπτική φούγκα της μεταμοντέρνας αυτής νουβέλας. Κι εκεί στην τελευταία γραμμή, τον περιμένει μια άλλη αποκάλυψη. Το «παίγνιον» του Γοργία.
Ο συγγραφέας παίζει και το ομολογεί. Εξαπατά τον αναγνώστη; Του υποδεικνύει να μην τον παίρνει στα σοβαρά; Παίρνει πίσω τις πολλές αλήθειες; Ή το παιχνίδι παίρνει τη θέση της μιας και μοναδικής αλήθειας, εναντίον της οποίας είχε εξαντλήσει όλα του τα επιχειρήματα και τις λέξεις; Κι αν η ιστορία του παιχνιδιού είναι κι αυτή ένα κάμωμα;
Ο αναγνώστης, είτε πάει γυρεύοντας είτε όχι, κάνει υποθέσεις, δοκιμάζεται. Ποιος όμως μπορεί να αποκλείσει ότι, και από τη δική του μεριά, κλείνει το μάτι στον αμοραλισμό του δεινού σοφιστή; Άλλωστε, αυτό που πραγματικά παίζεται στην ανάγνωση, δεν είναι μόνο η επίδραση της γραφής σ’ αυτόν που διατρέχει το κείμενο. Είναι η επαναφορά στο προσκήνιο της σχέσης συγγραφέα και αναγνώστη. Η απόλαυση του κειμένου, χρειάζεται και τους δύο, για να θυμηθούμε Le Plaisir du texte και έναν άλλο διαχρονικό γόητα, τον Roland Barthes.
Όσο για την ηθική, αυτή έχει το δικό της πεδίο, τις πράξεις μας.