Στέφανε, ποια ήταν η αφετηρία του καινούργιου project 'Η Συνέντευξη' με το οποίο συμμετέχεις στην έκθεση Σε Ενεστώτα Χρόνο; Τι σε έκανε να ασχοληθείς με τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία;
Ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας αποτελεί ένα ορόσημο της σύγχρονης ιστορίας των Βαλκανίων και της Ευρώπης αλλά ο τρόπος με τον οποίο έχει καλυφθεί από τα media αποτελεί το πιο κατάλληλο παράδειγμα για το πως η εικονοποίηση της ιστορίας και της πραγματικότητας μπορεί να ερμηνευθεί και να παρερμηνευθεί την ίδια στιγμή. Στόχος του project είναι να προσεγγίσει τον τρόπο με τον οποίο ως θεατές διαβάζουμε και εισπράττουμε την πληροφορία που είναι κρυμμένη μέσα στην εικόνα.
Σε ποιο βαθμό έστησες αυτές τις συνεντεύξεις για να αποδομήσεις και να μελετήσεις την έννοια της συνέντευξης ως σύστημα αυτής καθαυτής;
Στο πρώτο βίντεο παρακολουθούμε την συνέντευξη που δίνει ένας βετεράνος του πολέμου σε κάποιο δημοσιογράφο. Ποιο είναι το γεγονός που μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτή η συνέντευξη δεν είναι στημένη; Προσωπικά δεν το γνωρίζω, αλλά οι περισσότεροι θεατές που είδαν το έργο θεωρούν ενστικτωδώς ότι πρόκειται για μια ''αληθινή συνέντευξη''.
Θεωρώ ότι η συνέντευξη είναι ένα κατασκευασμένο γεγονός τόσο όσο και το μυθοπλαστικό βίντεο. Οι ερωτήσεις, η επιλογή του χώρου, η θέση της κάμερας και εν τέλει το μοντάζ λειτουργούν με τέτοιο τόπο που το τελικό προϊόν πρέπει να εξυπηρετεί τις προθέσεις του δημιουργού, δηλαδή στην συγκεκριμένη περίπτωση του ανταποκριτή του BBC και δευτερευόντως την πραγματικότητα. Ο στόχος του δημοσιογράφου είναι να αναδείξει μια ιστορία, να περάσει συγκεκριμένες πληροφορίες και μηνύματα, να πείσει για το ότι είναι μια σημαντική εξομολόγηση για τον πόλεμο. Κι όλα αυτά μέσα στα πλαίσια και τις αρχές ενός οργανισμού όπως το BBC.
Υπάρχει μια τελική εκδοχή λοιπόν, που είναι αποτέλεσμα μιας επιλογής εικόνων και μηνυμάτων, και οφείλεται καθαρά στις υποκειμενικές προθέσεις του δημοσιογράφου. Σε αντιδιαστολή με αυτό το (ας το ονομάσουμε) documentary, που είναι προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας, βρίσκεται η παρουσίαση μιας μικρού μήκους μυθοπλαστικής ταινίας, η οποία βασίζεται στο διασκευασμένο σενάριο του documentary.
Σε αυτό το δεύτερο μέρος η συνέντευξη γίνεται το ίδιο το θέμα της ταινίας καθώς η κινηματογράφηση του γεγονότος περιλαμβάνει μέσα στο τελικό 'κάδρο' τους δύο επιπλέον συντελεστές (cameraman και διερμηνέα) που δεν φαίνονται ποτέ στην πρώτη συνέντευξη.
Αυτή από μόνη της η χρήση της κάμερας είναι σαν να παίρνει το μέρος ενός ενεργού θεατή που βρίσκεται μέσα στην ίδια τη συνέντευξη. Σαν να λέμε ένα πέμπτο άτομο. Έτσι ο θεατής μπορεί να μπει μέσα στη ροή της συνέντευξης και στον ίδιο το χώρο και να κοιτάζει από διαφορετικές γωνίες. Αποδομώντας το στερεότυπο της επίπεδης καταγραφής και της ευθύγραμμης κινηματογράφησης και αφήγησης προσπαθεί να 'δει' περισσότερο τις φιγούρες σε σχέση με το χώρο τους, τα πρόσωπα το ένα δίπλα στο άλλο, τις εκφράσεις σε ανύποπτες στιγμές, την 'εικόνα' της ίδιας της συνέντευξης παρά αυτή καθαυτή την πληροφορία της συνέντευξης.
Δίνοντας στο θεατή τη δυνατότητα να διαβάσει το σύστημα της συνέντευξης όπως αυτός θέλει. Ενδεχομένως αισθητικά, εικονικά, αλλά και πιο υποκειμενικά προς όλα τα επίπεδα αυτού του κλειστού συστήματος.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ερευνά τη σχέση μεταξύ των τεσσάρων συντελεστών, με ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση του Άγγλου δημοσιογράφου με τον ντόπιο βετεράνο και την μεταφράστρια, όπου όλο αυτό λειτουργεί ως μια 'μεταφορά' για τη δυσκολία της επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών πολιτικών, πολιτισμικών, κοινωνικών συστημάτων. Αυτή η προσέγγιση μας ωθεί ακόμη ένα βήμα πιο μέσα στη λειτουργία της συνέντευξης και ταυτόχρονα μας δίνει τη δυνατότητα της εποπτείας της ως ενός συστήματος παρά ως ενός απλού μυθοπλαστικού γεγονότος.
Πόσο σε εξέπληξε το ''τελικό αποτέλεσμα''; Τι περίμενες ξεκινώντας και τι προέκυψε τελικά μέσα από τη διαδικασία του στησίματος και του επαναστησίματος της συνέντευξης;
Έχω σταθεί ιδιαίτερα στο γεγονός τις συγκινησιακής φόρτισης που προκαλεί το πρώτο μέρος με την εξομολογητική συνέντευξη του βετεράνου. Ο δημοσιογράφος στο τελικό μοντάζ που έκανε προσπαθούσε επιμελώς να αποφύγει κομμάτια της συνέντευξης όπου υπάρχει έντονη συγκινησιακή φόρτιση καθώς κάτι τέτοιο είναι ενάντια στις αρχές της 'αντικειμενικής δημοσιογραφίας'.
Επίσης ο τρόπος κινηματογράφησης παρόλο που είναι τόσο επίπεδος και στατικός δημιουργεί ένα ανθρώπινο πορτρέτο με τρομερό συγκινησιακό βάθος. Αυτό είναι κάτι που θα περίμενα να το δω περισσότερο στο δεύτερο μέρος του έργου, όπου με τους ηθοποιούς και τη μυθοπλασία οι δυνατότητες χειραγώγησης του συναισθήματος είναι πολύ πιο μεγάλες και χωρίς περιορισμούς, πράγμα όμως που τελικά δεν συνέβη.
Παρόλη τη δυνατότητα κατασκευής και ερμηνείας συναισθημάτων ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα βετεράνο αποστασιοποιημένο από τα συναισθήματα και τις μνήμες του πολέμου, και αυτό το κάνει συνειδητά!
Ενώ λοιπόν περίμενα ένα μυθοπλαστικό βίντεο γεμάτο συγκινησιακά στοιχεία και 'υποκειμενικές αλήθειες' σε αντίθεση με μια υπολογιστική ως ψυχρή δημοσιογραφική συνέντευξη συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Αυτό με εξέπληξε θετικά στην όλη διαδικασία καθώς δημιουργεί μια εσωτερική ισορροπία αλλά και αλληλεπίδραση στη σχέση των δύο βίντεο που απηχεί τις πρωταρχικές μου προθέσεις αλλά με έναν καινούργιο, τελείως απροσδόκητο τρόπο.
Σκέφτηκες ποτέ να δείξεις μόνο το τελικό βίντεο; Τι σε ενδιαφέρει στη συνύπαρξη των δύο αυτών βίντεο;
Όπως και η ζωγραφική του 17ου αιώνα είχε ένα περίπλοκο και εξειδικευμένο σύνολο κανόνων και όσοι κοιτούσαν αυτές τις εικόνες καταλάβαιναν κάθε σύμβολο και το τι συμβόλιζε έτσι και τώρα θεωρώ ότι υπάρχει μια πολυπλοκότητα γύρω από τον τρόπο άρθρωσης της εικόνας και της ποικιλίας των πληροφοριών που μας μεταφέρει.
Σε αυτό το σημείο ο ρόλος του θεατή είναι κρίσιμος καθώς το νόημα που αποκομίζει από το έργο είναι μια προσωπική υπόθεση, μια διαδικασία σύνθεσης και συγχρόνως αποκρυπτογράφησης των μηνυμάτων της εικόνας.
Με την παράθεση των δύο βίντεο με ενδιαφέρει ακριβώς να υπογραμμίσω τη σημασία του ρόλου του θεατή.
Θέλω να αντιμετωπίσω το θεατή όχι ως έναν απλό δέκτη, αλλά ως έναν ενεργό παρατηρητή. Ο ρόλος του αναπτύσσεται κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο βίντεο, ανάμεσα στις δύο διαφορετικές αίθουσες προβολής, ανάμεσα στους δύο διαφορετικούς τρόπους κινηματογράφησης, ανάμεσα στην αίσθηση της επανάληψης αλλά και της απόκλισης του ενός βίντεο από το άλλο, ανάμεσα στην ομοιότητα και τον παραλληλισμό, ανάμεσα στην αίσθηση του αληθινού και του μυθοπλαστικού.
Το έργο προτείνει μια νοηματικά διαδραστική συμμετοχή του θεατή. Αυτή η συμμετοχική διαδικασία εξελίσσεται μέσα από μια σειρά ερωτημάτων και επιλογών που ο θεατής καλείται να κάνει για τον ίδιο του τον εαυτό. Καλείται να αποφασίσει για τη σχέση που θέλει να έχει με αυτά τα δύο βίντεο και με την ποιότητα της πληροφορίας που λαμβάνει και αυτό ορίζει κατά πολύ και το νόημα του έργου.
Τι αποκόμισες από την κατά πρόσωπο επαφή σου με την πραγματικότητα στη Σερβία; Σε ποιο βαθμό το έργο αυτό σε έκανε να σκεφτείς πάνω στην ταυτότητά σου;
Έμεινα στο Βελιγράδι για ενάμιση μήνα πηγαίνοντας χωρίς να έχω σχεδόν την παραμικρή επαφή και χωρίς να γνωρίζω τι θα αντιμετωπίσω. Η τύχη και το γεγονός ότι είμαι Έλληνας με βοήθησε να βρω γρήγορα τους ανθρώπους που χρειαζόμουν. Το project από μόνο του ήταν πολύ απαιτητικό καθώς έπρεπε να δουλέψω με δύο διαφορετικά συνεργεία παραγωγής εξαρχής. Εδώ όμως έπαιξε ρόλο το βαλκανικό ταμπεραμέντο και η πραγματική αφοσίωση των στενών συνεργατών μου που βοήθησαν στο να υλοποιηθεί το έργο σε υψηλό επίπεδο παραγωγής.
Η Σερβία πολιτικά και κοινωνικά είναι σε ένα μεταβατικό στάδιο έπειτα από πολύχρονη απομόνωση από την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο (νομίζω ότι μόνο στη Ρωσία μπορούνε να ταξιδέψουν χωρίς να χρειάζονται βίζα) και μεταξύ των δύο αντιφατικών πολιτικών πεποιθήσεων: από τη μία της φιλοευρωπαϊκής και από την άλλη της εθνικιστικής.
Αναζητούν μια εθνική ταυτότητα μετά από 50 χρόνια κομμουνισμού ή καλύτερα σοσιαλισμού (τύπου Τίτο) όπως λένε και οι ίδιοι, και δεν έχουν κάτι έτοιμο προς χρήση όπως για παράδειγμα είχαν τον καθολικισμό οι Πολωνοί. Όλο αυτό από τη μεριά έχει πολύ ενδιαφέρον ειδικά στο κομμάτι του πολιτισμού γιατί ακριβώς εκεί γίνονται όλες αυτές οι συζητήσεις και προσπάθειες ερμηνείας του τι σημαίνει να είναι Σέρβος. Αυτό συμβαίνει συχνά όταν μια χώρα βρίσκεται σε ένα τέτοιο μεταβατικό στάδιο και αναζητά ταυτότητα. Κατ' επέκταση ο καθένας ψάχνει να ορίσει και την προσωπική του ταυτότητα.
Αυτό το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολύ κοντά σε εμένα και από το λίγο χρόνο που έμεινα εκεί συνειδητοποίησα πόσο χρήσιμο και ενδιαφέρον θα ήταν για εμάς τους Έλληνες καλλιτέχνες να αναπτύσσουμε διάλογο με χώρες τόσο κοντινές σε μας γεωγραφικά, ιστορικά αλλά και πολιτισμικά όπως αυτές των Βαλκανίων. Θεωρώ ότι είναι μια ευκαιρία για να διαβάσουμε το σύγχρονο παρελθόν μας με έναν καινούργιο τρόπο και να επαναδιαπραγματευτούμε την πρόσφατη ιστορία μας. Σε αυτό το πλαίσιο δέχτηκα την πρόταση του Εναλλακτικού Κέντρου Κινηματογράφου του Βελιγραδίου να διοργανώσω μια παρουσίαση Ελλήνων film-makers και video-artists την άνοιξη του 2008.
Στο έργο που παρουσιάστηκε στη Μπιενάλε της Αθήνας ασχολήθηκες με την περίοδο της Χούντας. Δεν σε απέτρεψε το γεγονός ότι πρόκειται για μια υπερφορτισμένη περίοδο της ιστορίας που αποτελεί κλασικό σημείο αναφοράς;
Ακριβώς επειδή είναι 'κλασικό σημείο αναφοράς' θέλησα να το μελετήσω ώστε να έχω μια προσωπική εικόνα, από το να δανείζομαι την ίδια γνωστή άποψη για εκείνη την εποχή. Μετά από την έρευνα αυτή, που διήρκησε σχεδόν 3 μήνες ψαξίματος σε αρχεία, αποσαφήνισα πολλά πράγματα και αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο, και που ουσιαστικά πραγματεύεται και το έργο της Μπιενάλε, έχει να κάνει με τη χρήση της εικόνας ως μέσου προπαγάνδας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας μέσα από την καλλιέργεια μιας πολύ συγκεκριμένης αισθητικής. Μιας αισθητικής του θεάματος, που έχει αναφορές από τα ναζιστικά έργα της Leni Riefenstahl μέχρι τα μιούζικαλ του Broadway και που στοιχεία της μπορείς να βρεις ακόμη και στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Γιατί σε ενδιαφέρει η έρευνα πάνω στην ελληνική ιστορία;
Το έργο μου δεν ερευνά την ελληνική ιστορία όπως θα το έκανε ένας ιστορικός αναλυτής και ούτε καταπιάνεται με το σχολιασμό αυτών καθαυτών των συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων. Η έρευνα εστιάζει επιλεκτικά σε ιστορικές στιγμές από τις οποίες δανείζομαι εικόνες – ντοκουμέντα και τα οποία εντάσσω αναλλοίωτα μέσα στο έργο μου. Ίσως δεν θα ασχολιόμουν καθόλου με την Ιστορία αν δε με ενδιέφεραν οι συγκεκριμένες εικόνες. Και μέσα από αυτή την έρευνα με αφορά πρωτίστως η ανάλυση της πολιτικής, ιστορικής και αισθητικής εξέλιξης της εικόνας μέχρι το σήμερα.
Η τοποθέτηση αυτών των εικόνων μέσα σε ένα διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο όπως αυτό της τέχνης και παραθέτοντας τες με άλλες μορφολογικές προσεγγίσεις της εικόνας, έχει ως αποτέλεσμα τη διάκριση μεταξύ αναπαράστασης και περιεχομένου, πράγμα που οδηγεί σε μια εκ νέου ανάγνωση και επαναδιαπραγμάτευση της εικόνας με την Ιστορία. Με αυτόν τον τρόπο, βγάζοντας τες δηλαδή από το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν, επαναπροσδιορίζουμε και τη σχέση τους με το παρόν.
Το πως ένα έργο τέχνης επαναδιαπραγματεύεται την πραγματικότητα αποτελεί κεντρικό άξονα της δουλειάς σου. Με ποια έννοια σε ενδιαφέρει η διαδικασία της καταγραφής, το document μες σ' αυτό το πλαίσιο;
To document το έχω εντάξει πρόσφατα στη δουλειά μου και το χρησιμοποιώ ως την αναφορά στην πραγματικότητα. Από τη μια μεριά το document έχει αυτή τη δύναμη της καθολικής αποδοχής μέσα από την ιστορική διαδρομή που έχει διανύσει, που φτάνει να αποτελεί ένα δεδομένο, και ως τέτοιο με ενδιαφέρει, από την άλλη η οποιαδήποτε εικόνα/ ντοκουμέντο ακόμη και όταν προέρχεται από ένα ιστορικό, εθνογραφικό, πολιτικό, δημοσιογραφικό αρχείο, είναι μια αισθητική 'κατασκευή'.
Είναι μια αναπαράσταση της πραγματικότητας αλλά όχι η ίδια η πραγματικότητα. Αυτό βέβαια δεν συνιστά απαραίτητα διαστρέβλωση της πραγματικότητας ή της ιστορικής αλήθειας που αναπαριστά αλλά για μένα ως εικαστικό αυτή ακριβώς η μη αποσαφηνισμένη σχέση αισθητικής κατασκευής και ιστορικής αλήθειας με ενδιαφέρει πολύ. Μέσα από την αποκωδικοποίηση αυτού του δίπολου, προκύπτει και η επαναδιαπραγμάτευση της εικόνας, σε σχέση με αυτό που αναπαριστά, δηλαδή την πραγματικότητα.
Με ποιόν τρόπο σε ενδιαφέρει η ιστορία ως εικόνα-ες;
Διανύουμε μια εποχή όπου σχεδόν όλες οι δράσεις, ειδικά στο δημόσιο χώρο, καταγράφονται ως εικόνα. Το ότι απλώς περπατάς σε έναν δρόμο καταγράφεται από μερικές CCTV, από έναν-δυο δορυφόρους, από το Google Earth και ενδεχομένως από κάποιον που κινηματογραφεί περαστικούς μέσα από το σπίτι του.
Αυτή η μετατροπή μιας τόσο απλής δράσης σε εικόνα αποτελεί μια πληροφορία και ανάλογα αρχειοθετείται και ερμηνεύεται.
Είτε είναι κινούμενη εικόνα, είτε φωτογραφία η εικόνα έχει εξουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο διοχετεύεται η πληροφορία και οργανώνεται η επικοινωνία. Τα media έχουν καταφέρει να εικονοποιήσουν την πληροφορία, την ιστορία, το αληθές και το κατασκευασμένο, σε τέτοιο βαθμό που αποτελούν σημείο αναφοράς.
Η εικόνα έχει εξελιχθεί σε ένα είδος short cut για την πρόσβασή μας στην πραγματικότητα αλλά και στην Ιστορία. Και έχει καταφέρει να επιβάλει τους δικούς της κανόνες για τον τρόπο με τον οποίο συντελείται η πραγματικότητα και κατ' επέκταση η Ιστορία.
Θέλω να πω ότι η πραγματικότητα της εικόνας είναι πολύ πιο πειστική και δυνατή από την πραγματικότητα την ίδια.
Πολύ απλά αν το δεις στα νέα των 8, στην οθόνη του υπολογιστή σου ή του κινητού σου, στο billboard, υπάρχει!
Και η εικόνα του σήμερα κατασκευάζει κατά πολύ την ιστορία του αύριο.
Η έκδοση του περιοδικού Spot πώς εντάσσεται στο έργο σου;
To Spot δεν συνδέεται άμεσα με το έργο μου. Είναι περισσότερο ένας προβληματισμός γύρω από τον τρόπο με τον οποίο παράγεται το εικαστικό προϊόν στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Το Spot ως ιδέα ξεκίνησε τρία χρόνια πριν κατά τη διάρκεια συζητήσεων που λάμβαναν μέρος στα γραφεία του Manifesta Foundation στο Amsterdam. Με την ολοκλήρωση αυτών των συζητήσεων-παρουσιάσεων, των οποίων ήμουν ο ένας εκ των δύο συντακτών, θέλησα να εστιάσω περισσότερο στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης και Νοτιοανατολικής Μεσογείου με στόχο την ανάλυση project και εκθέσεων που παράγονται σε αυτές τις περιοχές.
Το Spot λοιπόν είναι μια απόπειρα σύνδεσης σημείων/ πόλεων στο χώρο/ χάρτη, με στόχο να συνθέσουν μια εικόνα για το τι συμβαίνει σε αυτήν την περιοχή. Τι σημαίνει η παραγωγή εικαστικού προϊόντος σε αυτές τις χώρες, με ποιόν τρόπο αυτές οι παραγωγές που σε πολλές περιπτώσεις έχουν αδόκιμο χαρακτήρα, έρχονται να προσφέρουν στο κατεστημένο της τέχνης;
Γι αυτό και όσοι συμμετείχαν μέχρι τώρα στο Spot είναι καλλιτέχνες, θεωρητικοί ή επιμελητές μιλάνε για την προσωπική τους διαδικασία/ διαδρομή μέσα από τα project τους και τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν σε συγκεκριμένες περιοχές. Ενδεικτικά το Spot κάλυψε projects που έγιναν στην πράσινη γραμμή της Κύπρου, στο Κάιρο, την Παλαιστίνη, την Κωνσταντινούπολη.
Με ποιο τρόπο οι κοινωνικές δομές της εκάστοτε περιοχής επηρεάζουν την εικαστική παραγωγή; Τι κερδίζει ένας εικαστικός παραγωγός και τι χάνει μέσα σ' αυτή τη διαδικασία;
Τα περισσότερα project έχουν μια άμεση σχέση με το δημόσιο χώρο αλλά και με το πως η τέχνη μπορεί να αλλάξει ή τουλάχιστον να επηρεάσει τον διάλογο πάνω στο δημόσιο χώρο.
Για μένα το Spot είναι ένας τρόπος για να προσεγγίσω εγώ ο ίδιος καταρχήν διάφορες κοινωνικές δομές αλλά και νοοτροπίες ανθρώπων που ζουν και παράγουν τέχνη σε μια εξαιρετικά ποικιλόμορφη πολιτισμικά περιοχή και που διαχειρίζονται με τόσο διαφορετικό τρόπο την καλλιτεχνική τους έμπνευση.
Σε ποιο βαθμό αισθάνεσαι 'Νέος Έλληνας Καλλιτέχνης';
Δεν ξέρω ποια είναι η ταυτότητα της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, τι σημαίνει να είσαι νέος Έλληνας καλλιτέχνης, ούτε ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτεχνικού προϊόντος που παράγεται στην Ελλάδα. Νιώθω Έλληνας εικαστικός επειδή μοιράζομαι αυτούς τους προβληματισμούς και όχι επειδή έχω απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα.
Όπως για παράδειγμα, ενώ είμαι Έλληνας εικαστικός, τις παραγωγές των έργων μου, με εξαίρεση την Μπιενάλε της Αθήνας, δεν τις χρηματοδοτούνε ελληνικοί (κρατικοί ή ιδιωτικοί) φορείς αλλά κυρίως ολλανδικοί και ευρωπαϊκοί. Αυτό μου δημιουργεί μια σύγχυση σχετικά με το αν αυτό που παράγω μπορεί τελικά να λέγεται ελληνική τέχνη!
No comments:
Post a Comment