Friday, April 18, 2008

Μανταλίνα Ψωμά - Mantalina Psoma

Συνομιλία μέσω e-mail της Ελένης Γανίτη με την Μανταλίνα Ψωμά.

Μανταλίνα, πότε και πως προέκυψε η απόφασή σου να σχοληθείς με την τέχνη?

Η πρώτη μου ανάμνηση είναι όταν τεσσάρων περίπου χρονών πιάνω στα χέρια μου κηρομπογιές κι αρχίζω να ζωγραφίζω πάνω σε χαρτόνια. Η εμπειρία άσκησε μαγική επίδραση πάνω μου. Από τότε η ζωγραφική έγινε η αγαπημένη μου απασχόληση μέχρι που στην εφηβία πήρα την απόφαση, με την ενθάρρυνση και την παρότρυνση της δασκάλας του εργαστηρίου ζωγραφικής που παρακολουθούσα τότε, να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτήν.

Σπούδασες ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου. Γιατί επέλεξες να σπουδάσεις στο εξωτερικό και όχι στην Ελλάδα? θεωρείς ότι αυτή σου η απόφαση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του έργου σου?

Ήξερα γερμανικά και καθώς η σχολή του Βερολίνου είχε καλή φήμη αποφάσισα να δώσω εξετάσεις εκεί. Αν δεν περνούσα είχα σκοπό αμέσως μετά να δώσω εξετάσεις στην σχολή της Αθήνας, αλλά δεν χρειάστηκε. Ασφαλώς και οι σπουδές στο Βερολίνο σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που είχα ζώντας εκεί, πήγα στα 18 μου και έμεινα 15 χρόνια, διαμόρφωσε το έργο και την προσωπικότητά μου. Ουσιαστικά εκεί μεγάλωσα.

Μίλησε μας λίγο για τα χρόνια των σπουδών σου, τα πρώτα σου έργα και τις επιδράσεις που δέχτηκες από το περιβάλλον της σχολής σου αλλά και από τις επικρατούσες τότε εικαστικές τάσεις.

Η επικρατούσα τάση το ’85 που μπήκα εγώ στην σχολή, ήταν ακόμα ο «άγριος εξπρεσσιονισμός» (die Wilden) που δεν με συγκίνησε ποτέ ιδιαίτερα. Τα πρώτα χρόνια με επηρέασαν πιο «ήπιοι» εξπρεσσιονιστές όπως ο Emil Nolde ,πολλοί από το ρεύμα της “COBRA”, και παλαιότεροι Γερμανοι εξπρεσσιονιστές όπως ο Otto Dix. Κάποια στιγμή όμως στον δεύτερο με τρίτο χρόνο των σπουδών μου, συνειδητοποίησα ότι η «έκσταση» που ένιωθα όταν δούλευα ήταν περισσότερο σωματικής παρά διανοητικής φύσεως. Ένιωθα ότι αυτός ο τρόπος έκφρασης δεν με καλύπτει, προσπαθούσα να βρώ πώς θα μπορούσα να γεφυρώσω το συναίσθημα με την σκέψη. Έτσι δειλά δειλά άρχισα να προσεγγίζω τον ρεαλισμό αρχικά με επιρροές απ’ τον Bacon, στη συνέχεια «καθαρίζοντας» κάθε ίχνος εξπρεσσιονισμού, μέχρι που τα τελευταία δύο έτη των σπουδών μου, στο πτυχείο και το master δηλαδή, φτιάχνω την πρώτη σειρά με ρεαλιστικά έργα που απεικόνιζε εσωτερικούς χώρους στις αποχρώσεις του κόκκινου. Θυμάμαι τις ειρωνικές αντιδράσεις μερικών συμφοιτητών μου, ήδη τότε η ζωγραφική περνούσε κρίση και θεωρείτο «πεθαμένη» και πολλοί «πρώην» ζωγράφοι είχαν περάσει σε άλλα μέσα. Ευτυχώς όμως είχαμε μεγάλη ελευθερία από τους καθηγητές και μας άφηναν να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Βέβαια πέρασα πολλές κρίσεις ανασφάλειας και αποχής από τη ζωγραφική στα χρόνια που ακολούθησαν και ταλαντεύτηκα αρκετές φορές μεταξύ αφηρημένης και συγκεκριμένης ζωγραφικής προσπαθώντας όπως ο Richter να συνδυάσω και τα δύο, μέχρι που κάποια στιγμή στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αποφάσισα να κάνω αυτό που πραγματικά θέλω εγώ, αυτό που με «τραβούσε» πάντα, αυτό που «είμαι» εγώ και αφοσιώθηκα πλέον στην πιο συγκεκριμένη ζωγραφική, ψάχνοντας να βρω έναν τρόπο να πω αυτά που ίσως έχουν πει χιλιάδες άλλοι ,αλλά να βγαίνουν απ’ την εποχή μου και να μπορούν να συγκινήσουν.

Στη Γερμανία παρέμεινες αρκετά χρόνια και μετά το πέρας των σπουδών σου, αλλά σε αντίθεση με αρκετούς έλληνες καλλιτέχνες που επιλέγουν να παραμείνουν στο εξωτερικό εσύ αποφάσισες να επιστρέψεις στην Ελλάδα. Πότε και γιατί πήρες αυτή την απόφαση? Η επιστροφή σου επηρέασε το έργο σου?

Το ’99 όταν πια είχα αρκετά έργα και είχα αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, έχοντας κάνει και2-3 εκθέσεις στη Γερμανία, έδειξα τη δουλειά μου στη Μαρίνα Φωκίδη, η οποία το 2000 την παρουσίασε στο «Symbol» του Επενδυτή. Πολύ σύντομα ξεκίνησε η συνεργασία μου με την Ρεβέκκα Καμχή. Ήταν η κατάλληλη στιγμή, ένιωθα πλέον αρκετά ώριμη καλλιτεχνικά ώστε να μη με φοβίζει η «απομόνωση» της Ελλάδας που έτσι κι αλλιώς δεν υφίσταται πλέον, και με είχε κουράσει πια το μουντό κλίμα της Γερμανίας. Με την αφορμή της συμμετοχής μου σε μια ομαδική έκθεση που διοργάνωσε ο Αντωνίτσης στην Ύδρα το καλοκαίρι του 2000 παίρνω την απόφαση να επιστρέψω Ελλάδα.

Πώς σου φάνηκε η εικαστική κατάσταση στην Ελλάδα όταν επέστρεψες, ιδιαίτερα σε σύγκριση με αυτήν που επικρατούσε στο εξωτερικό όπου διέμενες? Αντιμετώπισες κάποιες δυσκολίες?

Τα χρόνια αυτά που είμαι Ελλάδα δουλεύω σαν Γερμανίδα! Επιτέλους βρήκα την ψυχική ηρεμία για να απομονωθώ στο εργαστήριό μου και να αφοσιωθώ στη δουλειά μου. Δεν ασχολήθηκα λοιπόν ιδιαίτερα με την εικαστική κατάσταση στην Ελλάδα. Απ’ τα λίγα που ξέρω μου φαίνεται πως και εδώ όπως και στη Γερμανία οι περισσότεροι ανακυκλώνουν τα διεθνή«trends» θέλοντας να είναι «πρωτοποριακοί» με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βγάλουν τίποτε καινούργιο. Δυστυχώς και εδώ και εκεί οι περισσότερες σύγχρονες εκθέσεις είναι βαρετές τουλάχιστον για μένα. Όσον αφορά στον τρόπο επαγγελματικής επιτυχίας ενός καλλιτέχνη εδώ στην Ελλάδα επίσης δεν γνωρίζω πολλά δεδομένου ότι η συνεργασία μου με την Ρεβέκκα Καμχή έχει αποδώσει μέχρι τώρα εξαιρετικά.

Είσαι από τους λίγους νεότερους καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν τη ζωγραφική ως μοναδικό εκφραστικο τους μέσο και θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μας μιλήσεις λίγο γι αυτό. Γιατί επιμένεις στη ζωγραφική? Επέλεξες από την αρχή να εκφραστείς καλλιτεχνικά μέσω της ζωγραφικής ή έχεις πειραματιστεί και με άλλα μέσα?

Εμμέσως έχω αναφερθεί στο συγκεκριμένο και παραπάνω. Ασχολούμαι με τη ζωγραφική γιατι είμαι ζωγράφος, γιατί αυτό είναι το μέσο που αγαπώ και καταφέρνω καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Στην προετοιμασία της δουλειάς μου όμως χρησιμοποιώ και άλλα μέσα. Τη φωτογραφία, φωτογραφίζω και η ίδια πολύ μαζεύοντας πρώτη ύλη για τη δουλειά, και τον υπολογιστή (photoshop), όπου επεξεργάζομαι πολλές ώρες το υλικό μου και δημιουργώ τα «προσχέδια» για τη ζωγραφική μου.

Από που αντλείς την έμπνευσή και τις εικόνες για τα έργα σου? Υπάρχει το αυτοβιογραφικό στοιχείο σε αυτά?

Με εμπνέουν πάντα οι ανθρώπινες σχέσεις, τα παιδιά, η ψυχανάλυση, το σινεμά, η λογοτεχνία, η φύση, η μουσική, ό,τι όλον τον κόσμο δηλαδή.
Νομίζω ότι και να ήθελε ένας δημιουργός να αποφύγει το αυτοβιογραφικό στοιχείο στα έργα του δεν θα τα κατάφερνε, πόσο μάλλον εγώ που δεν προσπαθώ κάτι τέτοιο. Δεν το επιδιώκω όμως τόσο πλέον όσο σε πιο παλιά έργα. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, ώστε αβίαστα αυτό να εισχωρήσει και πολλές φορές το ανακαλύπτω πολύ αργότερα.
Συλλέγω εικόνες που μου προκαλούν κάτι από τη φύση, από εσωτερικούς χώρους, φωτογραφικά άλμπουμ, ταινίες, περιοδικά και τις αρχειοθετώ στον υπολογιστή. Κάποια στιγμή ενώ επεξεργάζομαι κάποια εικόνα αισθάνομαι ότι έχω μπροστά μου κάτι οικείο, σαν κάποια παιδική μνήμη να πήρε ξαφνικά μορφή, ή κάποιο ξεχασμένο όνειρο να εμφανίστηκε πάλι ή να με διακατέχει πάλι το ίδιο ακριβώς συναίσθημα που είχα κάποτε διαβάζοντας λόγου χάρη ένα αγαπημένο βιβλίο. Τότε ξέρω ότι είμαι σε καλό δρόμο.

Στα έργα σου υπάρχει έντονο το στοιχείο του ρεαλισμού, αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή? Θεωρείς ότι έχεις επηρεαστεί από άλλους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν τον ρεαλισμό στο έργο τους?

Όπως είπα και παραπάνω σαφώς και είναι συνειδητή επιλογή ο ρεαλιστικός τρόπος έκφρασης γιατί μόνο έτσι μπορώ να συνδυάσω αυτά που αισθάνομαι με αυτά που σκέφτομαι και να τους δώσω μορφή. Έχω επηρεαστεί από τον Richter, τον Hockney, τον Hopper, αλλά κυρίως από πολύ παλαιότερους όπως τον Vermeer, Balthus, Degas, Lucas Kranach, Velazguez,Hans Holbein, Van Eyck, Pierro della Franncesca…

Οι πινακές σου δίνουν την εντύπωση μιας σκηνοθετημένης αφήγησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι διηγούνται μια μικρή «ιστορία». Μίλησέ μας λίγο για τη διαδικασία αυτή της δημιουργίας του πίνακα, για τον τρόπο δηλαδή της «σκηνοθεσίας». Πώς επιλέγεις το «σκηνικό» και τους πρωταγωνιστές σου? Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το χώρο και τους ήρωές σου και αν ναι αυτά επαναλαμβάνονται στα έργα σου?

Πράγματι, αν και θέλω κάθε πίνακας να μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα, πολλές φορές, ειδικά σε μικρότερους πίνακες ιδίων διαστάσεων, επιδιώκω και μία«ανάγνωση» σε σχέση με τη σειρά που θα τοποθετηθούν, η οποία θα μεταβάλλεται όταν η σειρά αλλάξει, έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να «φτιάξει» την δικιά του ιστορία.
Πώς επιλέγω το σκηνικό και τους πρωταγωνιστές μου? Νομίζω πως υπάρχει κάποια θολή εικόνα στο μυαλό μου για το τι περίπου θέλω κάθε φορά και όταν συναντώ κάποιο πρόσωπο, κάποιο χώρο ή τοπίο που μου την ανακαλεί, τότε το «συλλαμβάνω» και του κάνω τις απαραίτητες επεμβάσεις ώστε να μοιάσει σ’ αυτό που θέλω. Με την επεξεργασία βέβαια μπορεί να οδηγηθώ εντελώς αλλού και είτε να το αποδεχτώ είτε να το απορρίψω. Έχω στον υπολογιστή μου ένα τεράστιο αρχείο από φωτογραφίες που περιμένουν να χρησιμοποιηθούν κάποια στιγμή. Όταν το έναυσμα το δώσει μία φιγούρα, θα μου καθορίσει αυτή τον χώρο όπου θα μπει. Όταν ξεκινήσω απ’ τον χώρο πιθανώς να μείνω σε αυτόν και να μη χρησιμοποιήσω φιγούρα καθόλου. Σε κάθε περίπτωση η ουσιαστική δουλειά γίνεται ζωγραφικά, μέχρι η ατμόσφαιρα να ηλεκτριστεί, μέχρι το βλέμμα του πρωταγωνιστή μου να αποκτήσει κάτι απειλητικά ήρεμο και η ύπαρξή του κάτι το ανεξιχνίαστο, μέχρι να δώσω αυτή την ένταση που υπάρχει στις μεταιχμιακές καταστάσεις, λίγο πριν ή λίγο μετά τη μεγάλη απόφαση, λίγο πριν ή λίγο μετά την καταιγίδα, λίγο πριν ή λίγο μετά το «σημαντικό». Αυτό εξάλλου δηλώνουν συχνά και οι τίτλοι των έργων μου: «Η Αναζήτηση», «Η Προσδοκία», «Η Απομάκρυνση» κλπ.

Το έργο σου κινείται στο χώρο του σουρεαλισμού, όπως έχει κατά καιρούς ειπωθεί?

Νομίζω πως δουλεύοντας με τον τρόπο που εξήγησα παραπάνω αποκτούν οι πίνακές μου κάτι απόκοσμο χωρίς να υπάρχει όμως κανένα πραγματικά ανοίκειο στοιχείο κι έτσι βγαζουν ίσως κάτι σουρεαλιστικό. Ένας φίλος μου έχει χαρακτηρίσει τη δουλειά μου ως «triprealism» και μου φαίνεται πετυχημένο.

Τι επιδιώκεις να εκφράσεις μέσα από τους πίνακές σου?

Εκτός από αυτά που είπα ήδη, στόχος μου είναι να μπορέσω να αγγίξω με τα έργα μου τον θεατή, να τον συγκινήσω, ξαναδίνοντας στη ζωγραφική την χαμένη της δύναμη.

Στην έκθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Σε Ενεστώτα Χρόνο, Νέοι Έλληνες Καλλιτέχνες», συμμετέχεις με τα έργα «Η αναζήτηση 20» και «Σάββατο Βράδυ», μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για τα έργο αυτά?

Δεν μου αρέσει να μιλάω για συγκεκριμένα έργα αλλά για το έργο μου συνολικά, του οποίου τμήμα είναι και αυτά που εκτέθηκαν στην έκθεση. Να πω μόνο για το έργο «η αναζήτηση 20» και για κάποιον που ενδιαφέρεται για τη δουλειά μου, αν αναζητήσει και τα προηγούμενα 19 της σειράς ή και τα επόμενα θα έχει την εμπειρία για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, να το δει, δηλαδή, και σαν κομμάτι μιας ιστορίας.

Τέλος θα ήθελα να μας πεις αν αισθάνεσαι «νέα ελληνίδα καλλιτέχνης» και αν θεωρείς ότι υπάρχουν στα έργα σου κοινά στοιχεία με τα έργα άλλων ελλήνων καλλιτεχνών.

Δεν προσδιορίζω τον εαυτό μου ως μέλος της νέας γενιάς ελλήνων καλλιτεχνών. Βλέπω όμως κάποια κοινά στοιχεία με μερικούς άλλους νέους καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα τον Πάνο Κοκκινιά, τη Δήμητρα Λαζαρίδου και την Ντιάννα Μαγγανιά.

Η αναζήτηση 20, 2007

The quest 20, 2007

Σάββατο βράδυ, 2007
Saturday evening, 2007

1 comment:

Anonymous said...
This comment has been removed by a blog administrator.