Thursday, July 31, 2008
... a stone
I WISH I WERE A STONE
I long for nothing
for neither yesterday passes, nor tomorrow comes
and my present doesn't advance or retreat
nothing happens to me!
I wish I were a stone, I said, I wish
I were some kind of stone for the water to burnish me,
turn me yellow, or green . . . and I could be placed
in a room as a sculpture, or as an exercise in sculpture,
or as matter for the bursting of the necessary
out of the frivolity of the needless . . .
I wish I were a stone
so I can long for anything!
Mahmoud Darwish, Diaries
(translated by Fady Joudah)
Wednesday, July 30, 2008
Thursday, July 17, 2008
Ήχοι και στίχοι
Και η ιστορία του Γεωργίου Βιζυηνού με την Μπετίνα Φραβασίλη;
Μια εκδοχή της ιστορίας εντοπίσαμε στις σελίδες του ίδιου Ημερολογίου, ψευδωνύμως ξανά («Ο έρως του ποιητού», 1897)
Την αλήθεια όμως των μύθων, που φτάνουν σε μας από τους “bloggers” της εποχής, δεν την γνωρίζουμε.
Αλλά μπορούμε να την ερμηνεύσουμε. Με άπειρους τρόπους.
Ακούγοντας την άγνωστη μουσική της Μπετίνας, τους στίχους του ποιητή πεζογράφου.
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου
Monday, July 14, 2008
Η Μπετίνα στο πιάνο
Ο/Η Α.-Ω. έγραψεν:
…Δεν την είχ’ ακούση ποτέ παίζουσα μέχρι τότε. Και ήκουα, ότι έπαιζε τόσο μαγικά, όσον δύναται να παίζη μαγικά μία αληθής καλλιτεχνική φύσις. Την έβλεπα εις τον δρόμον και η παρθενική και αιθέρια καλλονή της, το λεπτόν της βάδισμα, η αβρότης του σώματος, η χάρις της κόμης, η λεπτότης των κινήσεων, τα μουσικά τετράδια που εκράτει, η έκφρασις της μορφής της ιδίως, η έκφρασις των καστανών, ζωηρών, των αναπεπταμένων, μεγάλων οφθαλμών της, η γλυκύτης η λεπτοτάτη του ωοειδούς προσώπου, του προσλαμβάνοντος ανταύγειαν αγνού ονείρου, ρέμβης αρμονικής, μου καθίστων την Μπεττίναν Φραβασίλη, ως ον τι υπεροχής, ως μίαν γυναικείαν ύπαρξιν, την οποίαν μόνην εις το είδος της είχον αι Αθήναι, ως μίαν κόρην, την οποίαν δεν ευρίσκει τις ευκόλως, ούτε μέσα στα σαλόνια, ούτε μέσα στους περιπάτους μας, ούτε εις τας εξοχάς μας, εις τον κόσμον μας καθόλου. Μου ετύχαινε δε πάντοτε, οπόταν διήρχετο εις τον δρόμον ν’ακούω τους διαβάτας ψιθυρίζοντας γύρω της, κατά την διάβασίν της:
- Να! Η Μπεττίνα Φραβασίλη!…
Δια τούτο μ’εξαιρετικήν ευχαρίστησιν είδα επάνω εις το δημοσιογραφικόν γραφείον μου μίαν ημέρα ένα μπιλλιέτο προσκλήσεως εις τινα συναυλίαν του Αθηναϊκού Ωδείου, καθ’ ην θα ελάμβανε μέρος και η λατρευτή κόρη των Αθηνών, η λεπτή καλλιτέχνις Μπεττίνα…
Όταν εισήλθα την εσπέραν εκείνην εις το Ωδείον, η μικρά, η στενόμακρη, παλαιά αίθουσά του ήτο γεμάτη μέχρι ασφυξίας. Όλος ο καλός κόσμος, όπως γράφωμεν τυπικώς ημείς οι δημοσιογράφοι, ενώ διαφοροτρόπως αισθανόμεθα , ήτο εκεί μέσα. Η εσπέρα ήτο χειμερινή και όμως εις την αίθουσαν εκείνην ίδρωνε τις μετά διαμονήν εν αυτή πέντε λεπτών. Τουαλέτες πλούσιες, λέγουσαι πολλά, τα οποία δεν λέγονται, κομμώσεις προδίδουσαι μακρόν αγώνα προ του καθρέπτου, σοβαρότης και εμβρίθεια μορφών, που κάτι άλλο παρά δια σοβαρότητα και εμβρίθειαν ήσαν κατάλληλοι· μία υποκρισία τελεία ζωής και αισθημάτων, η γνωστή αθηναϊκή κοσμική υποκρισία ήτο διακεχυμένη εντός της αιθούσης. Εν τω μεταξύ λάγνα μάτια αρσενικών και θηλυκών διεσταυρούντο δεξιά και αριστερά, και αι μεν εψιθύριζον διά τας δε, και οι μεν και δια τους δε, ότι δεν είχαν λείψη…από τα ραντεβού των!
Επί της μικροσκοπικής σκηνής ανεφάνη τότε, μία αβρά κόρη, μία χαριτωμένη νεάνις, μ’ εξαισίαν λευκήν εσθήτα, η ιδία, όπως την παριστά εδώ η εικών της, άνθος εύκαμπτον, καλλονή όντως εμψυχωμένη, ψυχή όντως συμμετρικώς ενσαρκωμένη. Τα λορνιόν διηυθύνθησαν προς την σκηνίτσαν, ψιθυρισμοί ηκούσησαν:
- Η Μπεττίνα!…
- Η Φραβασίλη!…
Και η κόρη εκάθησε με κίνησιν Σάρας Βερνάρ, - ας μη θυμώση η υπέροχος καλλιτέχνις μας κ. Ευαγγελινή Πα-ρα-σκευ-ο-πού-λου, - προ του κλειδοκυμβάλου. Ήτο η προδιάθεσις, ην είχον, ήτο η περιέργεια, ήτις μ’εφλόγιζεν, ήτο η αναμονή, ήτις μ’ώθει, ήτο η επιβολή, ήτις με προδιέθετεν, ώστε από την πρώτην της εκείνην λεπτήν κίνησιν, από την πρώτη καταφανή ευκαμψίαν των δακτύλων, συνηρπάσθη η ψυχή και η σκέψις εις την δύναμιν της τέχνης της, εις την φοράν της αρμονίας της, εις την καλλονήν της μουσικής της, - επιτρέψατέ με να εκφρασθώ ούτω.
Δεν εξεύρω, ούτε ενθυμούμαι τόρα καλώς – η συναυλία εκείνη χρονολογείται προ δύο ετών και πλέον. Ακριβώς τι έπαιζε τότε η μουσουργός κόρη τόρα δεν ενθυμούμαι.
Ευτυχώς δε διά την μουσικήν δεν υπάρχει ανάγκη ονομάτων, δεν υπάρχει η ανάγκη χαρακτηρισμών. Η τέχνη είνε μία, όπως μία είνε και η αρμονία, οπόταν την διέπη η τελειότης του καλού, οπόταν εκπορεύεται αύτη εκ του απροσδιορίστου και απεριορίστου νόμου του ωραίου.
Και καθισμένος εκεί επί της καθέκλας μου έβλεπα την κόρην θίγουσαν, ψαύουσαν, θωπεύουσαν, γαργαλίζουσαν, τύπτουσαν μανιωδώς, πιέζουσαν μεγαλοφυώς, λεπτεπιλέπτως, τα χονδρά εκείνα πλήκτρα του κλειδοκυμβάλου δι’ όλους σχεδόν τους λεπτοφυείς δακτύλους των ατθίδων μας.
Και ήκουα της μουσικής της το εναρμόνιον βαυκάλισμα, της τέχνης της το μέθυ έξοχον, της αρμονίας της την γλυκάν την ουρανίαν.
Και διά μίαν σπάνιαν φοράν εις την ζωήν μου η καλή κόρη, η χρυσή καλλιτέχνις, χωρίς να το ειξεύρη αυτή, χωρίς να το θέλη, χωρίς να το προμελετήση, προσέφερεν εις έναν άγνωστόν της, όπως παρέχουν οι απόκρυφα ελεούντες ελεημοσύνην ψυχικάς ανακουφίσεως, ελεημοσύνην καταπραϋνσεως νεύρων, αλγηδόνων της ψυχής, πόνων της καρδιάς, βασάνων του σώματος…
Και εφαντάσθην τότε, τι ευτυχία θα ήτον εις τον κόσμον, αν υπήρχον πολλαί τοιούτου είδους καλλιτεχνικαί φύσεις, αι οποίαι άπαξ του έτους καν ν’απαλύνουν την ανθρωπίνην ζωήν επί εν τέταρον της ώρας. Ω! βεβαίως, τότε αυτή η επί πικριών καθ’εκάστην προσκόπτουσα ζωή, θα ήξιζε κάποτε κάτι.
…
Α.-Ω.
Friday, July 11, 2008
Ποια ήταν η Μπετίνα Φραβασίλη;
Wednesday, July 9, 2008
Δια χειρός Γεωργίου Βιζυηνού
Έκπληκτη μάθαινα ότι το καταστατικό της δραματικής σχολής είναι γραμμένο με το χέρι του μεγαλύτερου, για πολλούς, έλληνα πεζογράφου.
Φέρνω στο νου μου «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον», τον συγγραφέα του «Ποιός ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Την ιστορία της Μπετίνας Φραβασίλη.
Η άγραφη ιστορία και το χειρόγραφο, ένα σημερινό έργο τέχνης. Θα μπορούσε…
Θα ’θελα να ανατρέξω και πάλι στις σελίδες του Μοσκώβ Σελήμ…
Monday, July 7, 2008
Wednesday, July 2, 2008
Νίνα Παπακωνσταντίνου
Nina Papaconstantinou
Πραγματοποίησες σπουδές ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια σχεδίου στην Αγγλία. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στην καλλιτεχνική σου έρευνα συγκλίνουν και οι δυο αυτές κατευθύνσεις ;
Σίγουρα, το ενδιαφέρον μου για τη λογοτεχνία, που με ώθησε στις σπουδές ελληνικής φιλολογίας, έχει επηρεάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της δουλειάς μου. Με απασχολεί η σχέση ανάμεσα στο κείμενο και την εικόνα του, είτε αυτή δημιουργείται από τα ίχνη της γραφής, είτε από συσσωρεύσεις γραφής στην ίδια επιφάνεια. Και στις δύο περιπτώσεις απουσιάζει το κείμενο ως αναγνωρίσιμος κώδικας επικοινωνίας, και ως εκ τούτου υπάρχει πλέον μόνο η εικόνα. Ως προς τη θεματολογία πάλι, δεν είναι τυχαίο ότι αντλώ από -κλασικά ή μη-λογοτεχνικά κείμενα και χρησιμοποιώ τα βιβλία στη δουλειά μου. Ακόμα ίσως και ο τρόπος που βλέπω το κείμενο -γράφοντας, αντιγράφοντας, αποτυπώνοντας-, και το ενδιαφέρον μου για το κενό ανάμεσα στα γράμματα και το λάθος παραπέμπει όχι τόσο στην πρακτική ενός καλλιτέχνη, αλλά περισσότερο σε αυτήν ενός φιλολόγου.
Αναφέρθηκες σε «ίχνη» και σε «συσσωρεύσεις γραφής». Με ποιους διαφορετικούς τρόπους μέσα από την πρακτική του σχεδίου επιτυγχάνεις τα αποτελέσματα αυτά ;
Τα ίχνη της γραφής έχουν κυριολεκτική σχέση με τη διαδικασία του σχεδίου –έχουν σχέση δηλαδή με την ιχνογράφηση. Το κείμενο σε αυτή την περίπτωση μεγεθύνεται τόσο που το γράμμα διαλύεται σε κόκκους, χάνει τη σαφήνειά του, δημιουργείται πάλι μία εικόνα από ό,τι απομένει από το μικρότερο στοιχείο του κειμένου –το γράμμα. Αυτή την εικόνα ιχνογραφώ πάνω σε ριζόχαρτο. Σε άλλα έργα το ίχνος του κειμένου είναι το αποτύπωμα της γραφής στην πίσω σελίδα, το ανάγλυφο που δημιουργείται από την πίεση του χεριού που γράφει. Οι συσσωρεύσεις γραφής δημιουργούνται με την αντιγραφή κειμένων ή ολόκληρων βιβλίων πάνω σε μία επιφάνεια –χαρτί, ριζόχαρτο ή κάποιο άλλο υλικό. Τα επίπεδα της γραφής, το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργούν τελικά ένα πυκνό στρώμα, που εξαφανίζει τα γράμματα, τις λέξεις, το νόημα, καταργεί δηλαδή τον κώδικα επικοινωνίας του κειμένου.
Η επιλογή των κειμένων που οικειοποιείσαι αντιγράφοντας τα, κινείται από την αρχαία γραμματεία ως την σύγχρονη λογοτεχνία, από το λόγους του Δημοσθένη και την Αποκάλυψη του Ιωάννη έως τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τον Φραντς Κάφκα και τη Σύλβια Πλαθ. Από ποια κριτήρια υπαγορεύεται ;
Η επιλογή των κειμένων και των βιβλίων εξαρτάται από τι θέλω να ερευνήσω κάθε φορά, μπορεί δηλαδή να είναι σε σχέση με το περιεχόμενο, ή με το μέγεθος του βιβλίου, ή με κάποια άλλα στοιχεία που με ενδιαφέρουν. Η σειρά των έργων που έχουν γίνει με καρμπόν σε χαρτί ξεκίνησε από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, για παράδειγμα. Ήθελα να δω πώς ένα κείμενο με τόση ένταση εικόνων θα μπορούσε να εικονογραφήσει τον εαυτό του. Από κει κι έπειτα επέλεξα τα βιβλία σε σχέση με την έκτασή τους για να δω τη διαφορετική εικόνα που παρουσιάζουν μεγαλύτερα ή μικρότερα βιβλία, τη διαφορά πυκνότητας τελικά και υφής στο σχέδιο. Το βιβλίο του Φραντς Κάφκα όμως Γράμμα στον πατέρα επέλεξα να το αντιγράψω πάνω σε λευκό καρμπόν, με μια δόση ειρωνείας απέναντι στον μόχθο της αντιγραφής που δεν αναγνωρίζεται (εφόσον είναι λευκό πάνω σε λευκό), αλλά και απέναντι στο συγκεκριμένο κείμενο και την ιστορία του –μια εκ βαθέων εξομολόγηση που τελικά δεν βρήκε ποτέ τον αποδέκτη της. Από την άλλη μεριά, επέλεξα τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ για να διερευνήσω τη σχέση των παραμυθιών, της αφήγησης που ξετυλίγεται και πλέκεται, με σχέδια που δημιουργούνται με τη λογική της πλέξης, είτε με γραφή πάνω σε χαρτί είτε με πλεγμένες λωρίδες χαρτιού.
Το σχέδιο ως εικονογράφηση είναι κατεξοχήν συνδεδεμένο με την αφήγηση ιστοριών. Πέρα από την περίπτωση των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ για την οποία κάνεις λόγο, πώς τοποθετείς τη δουλειά σου απέναντι στην αφηγηματική λειτουργία του σχεδίου ;
Η αφήγηση στη δουλειά μου, τόσο στα σχέδια που είναι βασισμένα σε κείμενα, όσο και στα άλλα, που αναφέρονται με άλλον τρόπο στην υφή, σχετίζεται περισσότερο με τη διαδικασία: γράφοντας ένα βιβλίο για παράδειγμα σεστρώματα, «καλύπτω» το κείμενο, δημιουργώ μία κρυμμένη εικόνα, μια μη αφήγηση. Η διαδικασία της γραφής σχετίζεται με το χρόνο, και οι διαφορετικές υφές που δημιουργούνται, οι πυκνότητες και οι αραιώσεις, αντανακλούν αυτήν ακριβώς την ποιότητα. Το σχέδιο ως εικόνα, ως τοπίο γραφής πλέον, επιτρέπει στο βλέμμα να ταξιδέψει στις υφές του, και να αναρωτηθεί για την κρυφή του «ιστορία».
Με αυτόν τον τρόπο η «μη αφήγηση» που δημιουργείς από τη μια ακυρώνει τον κύριο στόχο της αντιγραφής, που ιστορικά έχει συσχετιστεί με τη διάσωση και τη διάδοση του κειμένου, από την άλλη έρχεται κοντά στα παλίμψηστα χειρόγραφα.
Ακριβώς. Υπάρχει σαφώς η ειρωνεία απέναντι στην κοπιαστική αντιγραφή, που αντί να διασώζει, να βγάζει κάτι στο φως, το κρύβει μέσα από τα επίπεδα της γραφής, παραδίδοντας τελικά μια «μουτζούρα», μια ακατάληπτη συσσώρευση γραφής. Και υπάρχει και ο υπαινιγμός ότι η εικόνα που προκύπτει προέρχεταιαπό ένα λάθος.
Θα έβρισκες αντιστοιχίες ανάμεσα στην κοπιώδη διαδικασία δημιουργίας των σχεδίων σου με παραδοσιακές χειρωνακτικές γυναικείες εργασίες, όπως λ.χ η κεντητική;
Υπάρχουν σαφώς αντιστοιχίες σε αυτό το επίπεδο, αντιστοιχίες που σχετίζονται με την χειρωναξία και το χρόνο. Με ενδιαφέρει η χειροτεχνία και οι διαδικασίες που τη διατρέχουν, όπως για παράδειγμα η οργάνωση, η επιμέλεια, η αντιγραφή, η επανάληψη αλλά και η ελεύθερη δημιουργία. Το «ξετύλιγμα» της γραφής ή των σημείων σε μία επιφάνεια, και οι νοητικές λειτουργίες που συνοδεύουν μία τέτοια μηχανική εργασία, η αφήγηση, η αναπόληση κλπ. παραπέμπουν σαφώς τόσο στην υφαντική, όσο και στην κεντητική, χωρίς όμως να είναι μέσα στις προθέσεις μου –ενσυνείδητα τουλάχιστον- η αναφορά σε παραδοσιακά γυναικείες εργασίες. Είναι μία συγγένεια πολύ φυσική βέβαια, εφόσον τα χαρακτηριστικά τους είναι παρόμοια, κυρίως ως προς το χρόνο.
Σε ποιο βαθμό σε ενδιαφέρει η χρονική διάσταση που υποδηλώνει η εκτέλεση του σχεδίου;
Με ενδιαφέρει τα έργα μου να υποδηλώνουν το χρόνο που καταναλώθηκε για να γίνουν. Ο χρόνος δεν είναι μόνο θέμα διαδικασίας, είναι ζωτικής σημασίας για τη δουλειά μου, γιατί είναι ακριβώς αυτή η διάσταση που δημιουργεί το ίδιο το έργο. Οι συσσωρεύσεις γραφής ή σημείων, και οι αντίστοιχες αραιώσεις ή πυκνώσεις μαρτυρούν τη διάρκεια και κατά συνέπεια το χρόνο.
Στην έκθεση Σε Ενεστώτα Χρόνο πραγματοποίησες για πρώτη φορά μεγάλης κλίμακας σχέδια. Το έργο που παρουσίασες, είχε άμεση σύνδεση με τα κείμενα τα οποία αντέγραψες, την Κόλαση και το Παράδεισο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
Η έκθεση Σε Ενεστώτα Χρόνο πράγματι μου έδωσε την ευκαιρία να προσανατολιστώ σε μεγαλύτερης κλίμακας σχέδια. Επέλεξα τη συγκεκριμένη διάσταση για την Κόλαση, και τον Παράδεισο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, αφενός για την επιβλητικότητα του μεγέθους σε σχέση με το περιεχόμενο των βιβλίων, και κυρίως γιατί το σχήμα και το μέγεθος αυτό παραπέμπει στη σελίδα-πόρτα-πύλη, προς τον Παράδεισο ή προς την Κόλαση, κοινός τόπος για τη ζωή και το θάνατο, αφού η πύλη έχει να κάνει με το πέρασμα προς ένα νέο στάδιο, προς μία άλλη διάσταση, που όμως είναι σκοτεινή και ανεξιχνίαστη από τη γραφή. Επίσης, το σχέδιο πάνω στον τοίχο δημιουργεί μία αίσθηση τόσο του ανάγλυφου, όσο και ενός κάποιου βάθους, ενός «ανοίγματος» στον τοίχο. Το κείμενο – το βιβλίο γενικά- είναι εξάλλου το άνοιγμα προς έναν άλλο μαγικό κόσμο, προς μια άλλη διάσταση.
Τι σε παρακίνησε να ασχοληθείς με τα ημερολόγια της Σύλβια Πλαθ στο έργο με το οποίο συμμετέχεις στην έκθεση Διεμπειρίες Ελλάδα 2008, που παρουσιάζεται αυτό το διάστημα στο Πεκίνο από το ΕΜΣΤ ;
Η έννοια του ίδιου του ημερολογίου πρώτα-πρώτα, της ανάγκης για εκμυστήρευση, καταγραφή, αιτιολόγηση κλπ. που χαρακτηρίζει αυτή την τόσο προσωπική διαδικασία. Το ημερολόγιο σαν κάτι μυστικό και πολύτιμο, και αυστηρά ιδιωτικό. Όταν έχουμε εκδόσεις ημερολογίων όμως και το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο, η απόκρυψη ή εξαφάνισή του –όπως λέγεται ότι έγινε στην περίπτωση της Σύλβια Πλαθ- υπαινίσσεται μια άλλη πραγματικότητα, μιαν άλλη διάσταση των πραγμάτων, πέρα και πίσω από αυτό που ξέραμε. Πίσω και κάτω από το κείμενο που λείπει –όπως είναι και η αφετηρία του έργου με το οποίο συμμετείχα στις Διεμπειρίες Ελλάδα 2008. Στην περίπτωση της Σύλβια Πλαθ, η ιδιαίτερη ευαισθησία της και ο τρόπος με τον οποίο πέθανε, με παρακίνησε να κάνω με κάποιο τρόπο ορατό αυτό που έχει χαθεί, όπου όμως τελικά η σιωπή υπερισχύει στο λευκό ανάγλυφο χαρτί, σαν ψίθυρος.
Ποια η γνώμη σου για τη στροφή όλο και περισσότερων καλλιτεχνών στο σχέδιο που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και την εκδοχή αυτής της τάσης στην ελληνική εικαστική παραγωγή ;
Νομίζω ότι η τάση προς το σχέδιο που υπάρχει σήμερα βασίστηκε στην ανάγκη για μια άλλη προσέγγιση της απλότητας και της αμεσότητας. Το σχέδιο μπορεί πράγματι να είναι ένα αυτόνομο και αυτοδύναμο εκφραστικό μέσο, όχι απλώς ένα στάδιο για κάποιο έργο. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που τα σχέδια είναι αυτό ακριβώς που δηλώνουν «προσχέδια», κάτι που είναι βέβαια εξίσου γοητευτικό και ενδιαφέρον με ένα τελειωμένο έργο, ίσως κιόλας έχει περισσότερη φρεσκάδα και ειλικρίνεια. Από την άλλη πλευρά, η γενίκευση αυτής της τάσης, όπως συμβαίνει συνήθως με τέτοιου είδους γενικεύσεις, δημιουργεί παγίδες και εγείρει τους γνωστούς κινδύνους που συνοδεύουν οτιδήποτε γίνεται μόδα. Αυτό στο οποίο διαφωνώ εδώ –και ιδιαίτερα όσον αφορά στην ελληνική εικαστική πραγματικότητα- είναι ο επιφανειακός και εύκολος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται το σχέδιο, σαν κάτι «εύκολο», και εμπορικό. Ίσως το βλέπω έτσι επειδή για μένα το σχέδιο –ως αυτοδύναμο και ολοκληρωμένο έργο- δεν προϋποθέτει απλά ή αποκλειστικά μολύβι ή μελάνι και χαρτί, και σίγουρα δεν είναι μια αναπαράσταση ή μία επεξήγηση ή έστω η έκφραση ασυνείδητων νοητικών συνδυασμών, δεν είναι απλώς ένα γρήγορο σκίτσο. Για μένα έχει να κάνει περισσότερο με τρόπο σκέψης και με μια εννοιολογική προσέγγιση σε όλα αυτά τα ζητήματα που το ίδιο το σχέδιο προϋποθέτει και εγείρει, δηλαδή, σημείο, ίχνος, γραμμή, υφή κλπ., είναι ένα ταξίδι που ξεκινά το σημείο ή η γραμμή, και είναι η πορεία αυτής της διαδρομής και ο πλούτος της.
Little Red Riding Hood I, 2001, χρωματιστό μολύβι σε ριζόχαρτο, 38 x 38 εκ.
Ιωάννη Αποκάλυψη, 2004, αποτύπωμα καρμπόν σε χαρτί, 42 x 32 εκ.
Φραντς Κάφκα, Γράμμα στον πατέρα, 2006, αποτύπωμα καρμπόν σε χαρτί, 42 x 32 εκ.
Between the Lines II, 2002, γραφίτης σε διαφανές χαρτί, 70 x 70 εκ.
Αρκαδικό Τοπίο I, 2006, τρύπες με βελόνα σε χαρτί, 40 x 52 εκ.
Άποψη από την έκθεση Σε ενεστώτα χρόνο. Νέοι Έλληνες Καλλιτέχνες, 2007
Δάντη, Θεία Κωμωδία, Κόλαση, 2007
Mολύβι conté σε mdf, 220 x 120 εκ.
Δάντη, Θεία Κωμωδία, Παράδεισος, 2007
Μολύβι conté σε mdf, 220 x 120 εκ.
Άποψη από την έκθεση Transexperieces Greece 2008
Σύλβια Πλαθ: Το χαµένο ηµερολόγιο, 2008, χαρτί, µαύρη κλωστή, 21 x 500 εκ.
Σύλβια Πλαθ: Το χαµένο ηµερολόγιο, 2008, χαρτί, µαύρη κλωστή, 21 x 500 εκ. (λεπτομέρεια)