Monday, July 14, 2008

Η Μπετίνα στο πιάνο

Ο/Η Α.-Ω. έγραψεν:

…Δεν την είχ’ ακούση ποτέ παίζουσα μέχρι τότε. Και ήκουα, ότι έπαιζε τόσο μαγικά, όσον δύναται να παίζη μαγικά μία αληθής καλλιτεχνική φύσις. Την έβλεπα εις τον δρόμον και η παρθενική και αιθέρια καλλονή της, το λεπτόν της βάδισμα, η αβρότης του σώματος, η χάρις της κόμης, η λεπτότης των κινήσεων, τα μουσικά τετράδια που εκράτει, η έκφρασις της μορφής της ιδίως, η έκφρασις των καστανών, ζωηρών, των αναπεπταμένων, μεγάλων οφθαλμών της, η γλυκύτης η λεπτοτάτη του ωοειδούς προσώπου, του προσλαμβάνοντος ανταύγειαν αγνού ονείρου, ρέμβης αρμονικής, μου καθίστων την Μπεττίναν Φραβασίλη, ως ον τι υπεροχής, ως μίαν γυναικείαν ύπαρξιν, την οποίαν μόνην εις το είδος της είχον αι Αθήναι, ως μίαν κόρην, την οποίαν δεν ευρίσκει τις ευκόλως, ούτε μέσα στα σαλόνια, ούτε μέσα στους περιπάτους μας, ούτε εις τας εξοχάς μας, εις τον κόσμον μας καθόλου. Μου ετύχαινε δε πάντοτε, οπόταν διήρχετο εις τον δρόμον ν’ακούω τους διαβάτας ψιθυρίζοντας γύρω της, κατά την διάβασίν της:

- Να! Η Μπεττίνα Φραβασίλη!…

Δια τούτο μ’εξαιρετικήν ευχαρίστησιν είδα επάνω εις το δημοσιογραφικόν γραφείον μου μίαν ημέρα ένα μπιλλιέτο προσκλήσεως εις τινα συναυλίαν του Αθηναϊκού Ωδείου, καθ’ ην θα ελάμβανε μέρος και η λατρευτή κόρη των Αθηνών, η λεπτή καλλιτέχνις Μπεττίνα…

Όταν εισήλθα την εσπέραν εκείνην εις το Ωδείον, η μικρά, η στενόμακρη, παλαιά αίθουσά του ήτο γεμάτη μέχρι ασφυξίας. Όλος ο καλός κόσμος, όπως γράφωμεν τυπικώς ημείς οι δημοσιογράφοι, ενώ διαφοροτρόπως αισθανόμεθα , ήτο εκεί μέσα. Η εσπέρα ήτο χειμερινή και όμως εις την αίθουσαν εκείνην ίδρωνε τις μετά διαμονήν εν αυτή πέντε λεπτών. Τουαλέτες πλούσιες, λέγουσαι πολλά, τα οποία δεν λέγονται, κομμώσεις προδίδουσαι μακρόν αγώνα προ του καθρέπτου, σοβαρότης και εμβρίθεια μορφών, που κάτι άλλο παρά δια σοβαρότητα και εμβρίθειαν ήσαν κατάλληλοι· μία υποκρισία τελεία ζωής και αισθημάτων, η γνωστή αθηναϊκή κοσμική υποκρισία ήτο διακεχυμένη εντός της αιθούσης. Εν τω μεταξύ λάγνα μάτια αρσενικών και θηλυκών διεσταυρούντο δεξιά και αριστερά, και αι μεν εψιθύριζον διά τας δε, και οι μεν και δια τους δε, ότι δεν είχαν λείψη…από τα ραντεβού των!

Επί της μικροσκοπικής σκηνής ανεφάνη τότε, μία αβρά κόρη, μία χαριτωμένη νεάνις, μ’ εξαισίαν λευκήν εσθήτα, η ιδία, όπως την παριστά εδώ η εικών της, άνθος εύκαμπτον, καλλονή όντως εμψυχωμένη, ψυχή όντως συμμετρικώς ενσαρκωμένη. Τα λορνιόν διηυθύνθησαν προς την σκηνίτσαν, ψιθυρισμοί ηκούσησαν:

- Η Μπεττίνα!

- Η Φραβασίλη!…

Και η κόρη εκάθησε με κίνησιν Σάρας Βερνάρ, - ας μη θυμώση η υπέροχος καλλιτέχνις μας κ. Ευαγγελινή Πα-ρα-σκευ-ο-πού-λου, - προ του κλειδοκυμβάλου. Ήτο η προδιάθεσις, ην είχον, ήτο η περιέργεια, ήτις μ’εφλόγιζεν, ήτο η αναμονή, ήτις μ’ώθει, ήτο η επιβολή, ήτις με προδιέθετεν, ώστε από την πρώτην της εκείνην λεπτήν κίνησιν, από την πρώτη καταφανή ευκαμψίαν των δακτύλων, συνηρπάσθη η ψυχή και η σκέψις εις την δύναμιν της τέχνης της, εις την φοράν της αρμονίας της, εις την καλλονήν της μουσικής της, - επιτρέψατέ με να εκφρασθώ ούτω.

Δεν εξεύρω, ούτε ενθυμούμαι τόρα καλώς – η συναυλία εκείνη χρονολογείται προ δύο ετών και πλέον. Ακριβώς τι έπαιζε τότε η μουσουργός κόρη τόρα δεν ενθυμούμαι.

Ευτυχώς δε διά την μουσικήν δεν υπάρχει ανάγκη ονομάτων, δεν υπάρχει η ανάγκη χαρακτηρισμών. Η τέχνη είνε μία, όπως μία είνε και η αρμονία, οπόταν την διέπη η τελειότης του καλού, οπόταν εκπορεύεται αύτη εκ του απροσδιορίστου και απεριορίστου νόμου του ωραίου.

Και καθισμένος εκεί επί της καθέκλας μου έβλεπα την κόρην θίγουσαν, ψαύουσαν, θωπεύουσαν, γαργαλίζουσαν, τύπτουσαν μανιωδώς, πιέζουσαν μεγαλοφυώς, λεπτεπιλέπτως, τα χονδρά εκείνα πλήκτρα του κλειδοκυμβάλου δι’ όλους σχεδόν τους λεπτοφυείς δακτύλους των ατθίδων μας.

Και ήκουα της μουσικής της το εναρμόνιον βαυκάλισμα, της τέχνης της το μέθυ έξοχον, της αρμονίας της την γλυκάν την ουρανίαν.

Και διά μίαν σπάνιαν φοράν εις την ζωήν μου η καλή κόρη, η χρυσή καλλιτέχνις, χωρίς να το ειξεύρη αυτή, χωρίς να το θέλη, χωρίς να το προμελετήση, προσέφερεν εις έναν άγνωστόν της, όπως παρέχουν οι απόκρυφα ελεούντες ελεημοσύνην ψυχικάς ανακουφίσεως, ελεημοσύνην καταπραϋνσεως νεύρων, αλγηδόνων της ψυχής, πόνων της καρδιάς, βασάνων του σώματος…

Και εφαντάσθην τότε, τι ευτυχία θα ήτον εις τον κόσμον, αν υπήρχον πολλαί τοιούτου είδους καλλιτεχνικαί φύσεις, αι οποίαι άπαξ του έτους καν ν’απαλύνουν την ανθρωπίνην ζωήν επί εν τέταρον της ώρας. Ω! βεβαίως, τότε αυτή η επί πικριών καθ’εκάστην προσκόπτουσα ζωή, θα ήξιζε κάποτε κάτι.

Α.-Ω.

Ποικίλη Στοά, Εθνικόν Εικονογραφημένον Ημερολόγιον, Οκτώβριος 1897

No comments: