Wednesday, July 2, 2008

Νίνα Παπακωνσταντίνου
Nina Papaconstantinou

Προφορική Ιστορία μέσω e-mail της Νίνας Παπακωνσταντίνου στην Τίνα Πανδή.

Πραγματοποίησες σπουδές ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια σχεδίου στην Αγγλία. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στην καλλιτεχνική σου έρευνα συγκλίνουν και οι δυο αυτές κατευθύνσεις ;

Σίγουρα, το ενδιαφέρον μου για τη λογοτεχνία, που με ώθησε στις σπουδές ελληνικής φιλολογίας, έχει επηρεάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της δουλειάς μου. Με απασχολεί η σχέση ανάμεσα στο κείμενο και την εικόνα του, είτε αυτή δημιουργείται από τα ίχνη της γραφής, είτε από συσσωρεύσεις γραφής στην ίδια επιφάνεια. Και στις δύο περιπτώσεις απουσιάζει το κείμενο ως αναγνωρίσιμος κώδικας επικοινωνίας, και ως εκ τούτου υπάρχει πλέον μόνο η εικόνα. Ως προς τη θεματολογία πάλι, δεν είναι τυχαίο ότι αντλώ από -κλασικά ή μη-λογοτεχνικά κείμενα και χρησιμοποιώ τα βιβλία στη δουλειά μου. Ακόμα ίσως και ο τρόπος που βλέπω το κείμενο -γράφοντας, αντιγράφοντας, αποτυπώνοντας-, και το ενδιαφέρον μου για το κενό ανάμεσα στα γράμματα και το λάθος παραπέμπει όχι τόσο στην πρακτική ενός καλλιτέχνη, αλλά περισσότερο σε αυτήν ενός φιλολόγου.

Αναφέρθηκες σε «ίχνη» και σε «συσσωρεύσεις γραφής». Με ποιους διαφορετικούς τρόπους μέσα από την πρακτική του σχεδίου επιτυγχάνεις τα αποτελέσματα αυτά ;

Τα ίχνη της γραφής έχουν κυριολεκτική σχέση με τη διαδικασία του σχεδίου –έχουν σχέση δηλαδή με την ιχνογράφηση. Το κείμενο σε αυτή την περίπτωση μεγεθύνεται τόσο που το γράμμα διαλύεται σε κόκκους, χάνει τη σαφήνειά του, δημιουργείται πάλι μία εικόνα από ό,τι απομένει από το μικρότερο στοιχείο του κειμένου –το γράμμα. Αυτή την εικόνα ιχνογραφώ πάνω σε ριζόχαρτο. Σε άλλα έργα το ίχνος του κειμένου είναι το αποτύπωμα της γραφής στην πίσω σελίδα, το ανάγλυφο που δημιουργείται από την πίεση του χεριού που γράφει. Οι συσσωρεύσεις γραφής δημιουργούνται με την αντιγραφή κειμένων ή ολόκληρων βιβλίων πάνω σε μία επιφάνεια –χαρτί, ριζόχαρτο ή κάποιο άλλο υλικό. Τα επίπεδα της γραφής, το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργούν τελικά ένα πυκνό στρώμα, που εξαφανίζει τα γράμματα, τις λέξεις, το νόημα, καταργεί δηλαδή τον κώδικα επικοινωνίας του κειμένου.

Η επιλογή των κειμένων που οικειοποιείσαι αντιγράφοντας τα, κινείται από την αρχαία γραμματεία ως την σύγχρονη λογοτεχνία, από το λόγους του Δημοσθένη και την Αποκάλυψη του Ιωάννη έως τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τον Φραντς Κάφκα και τη Σύλβια Πλαθ. Από ποια κριτήρια υπαγορεύεται ;

Η επιλογή των κειμένων και των βιβλίων εξαρτάται από τι θέλω να ερευνήσω κάθε φορά, μπορεί δηλαδή να είναι σε σχέση με το περιεχόμενο, ή με το μέγεθος του βιβλίου, ή με κάποια άλλα στοιχεία που με ενδιαφέρουν. Η σειρά των έργων που έχουν γίνει με καρμπόν σε χαρτί ξεκίνησε από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, για παράδειγμα. Ήθελα να δω πώς ένα κείμενο με τόση ένταση εικόνων θα μπορούσε να εικονογραφήσει τον εαυτό του. Από κει κι έπειτα επέλεξα τα βιβλία σε σχέση με την έκτασή τους για να δω τη διαφορετική εικόνα που παρουσιάζουν μεγαλύτερα ή μικρότερα βιβλία, τη διαφορά πυκνότητας τελικά και υφής στο σχέδιο. Το βιβλίο του Φραντς Κάφκα όμως Γράμμα στον πατέρα επέλεξα να το αντιγράψω πάνω σε λευκό καρμπόν, με μια δόση ειρωνείας απέναντι στον μόχθο της αντιγραφής που δεν αναγνωρίζεται (εφόσον είναι λευκό πάνω σε λευκό), αλλά και απέναντι στο συγκεκριμένο κείμενο και την ιστορία του –μια εκ βαθέων εξομολόγηση που τελικά δεν βρήκε ποτέ τον αποδέκτη της. Από την άλλη μεριά, επέλεξα τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ για να διερευνήσω τη σχέση των παραμυθιών, της αφήγησης που ξετυλίγεται και πλέκεται, με σχέδια που δημιουργούνται με τη λογική της πλέξης, είτε με γραφή πάνω σε χαρτί είτε με πλεγμένες λωρίδες χαρτιού.

Το σχέδιο ως εικονογράφηση είναι κατεξοχήν συνδεδεμένο με την αφήγηση ιστοριών. Πέρα από την περίπτωση των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ για την οποία κάνεις λόγο, πώς τοποθετείς τη δουλειά σου απέναντι στην αφηγηματική λειτουργία του σχεδίου ;

Η αφήγηση στη δουλειά μου, τόσο στα σχέδια που είναι βασισμένα σε κείμενα, όσο και στα άλλα, που αναφέρονται με άλλον τρόπο στην υφή, σχετίζεται περισσότερο με τη διαδικασία: γράφοντας ένα βιβλίο για παράδειγμα σεστρώματα, «καλύπτω» το κείμενο, δημιουργώ μία κρυμμένη εικόνα, μια μη αφήγηση. Η διαδικασία της γραφής σχετίζεται με το χρόνο, και οι διαφορετικές υφές που δημιουργούνται, οι πυκνότητες και οι αραιώσεις, αντανακλούν αυτήν ακριβώς την ποιότητα. Το σχέδιο ως εικόνα, ως τοπίο γραφής πλέον, επιτρέπει στο βλέμμα να ταξιδέψει στις υφές του, και να αναρωτηθεί για την κρυφή του «ιστορία».

Με αυτόν τον τρόπο η «μη αφήγηση» που δημιουργείς από τη μια ακυρώνει τον κύριο στόχο της αντιγραφής, που ιστορικά έχει συσχετιστεί με τη διάσωση και τη διάδοση του κειμένου, από την άλλη έρχεται κοντά στα παλίμψηστα χειρόγραφα.

Ακριβώς. Υπάρχει σαφώς η ειρωνεία απέναντι στην κοπιαστική αντιγραφή, που αντί να διασώζει, να βγάζει κάτι στο φως, το κρύβει μέσα από τα επίπεδα της γραφής, παραδίδοντας τελικά μια «μουτζούρα», μια ακατάληπτη συσσώρευση γραφής. Και υπάρχει και ο υπαινιγμός ότι η εικόνα που προκύπτει προέρχεταιαπό ένα λάθος.

Θα έβρισκες αντιστοιχίες ανάμεσα στην κοπιώδη διαδικασία δημιουργίας των σχεδίων σου με παραδοσιακές χειρωνακτικές γυναικείες εργασίες, όπως λ.χ η κεντητική;

Υπάρχουν σαφώς αντιστοιχίες σε αυτό το επίπεδο, αντιστοιχίες που σχετίζονται με την χειρωναξία και το χρόνο. Με ενδιαφέρει η χειροτεχνία και οι διαδικασίες που τη διατρέχουν, όπως για παράδειγμα η οργάνωση, η επιμέλεια, η αντιγραφή, η επανάληψη αλλά και η ελεύθερη δημιουργία. Το «ξετύλιγμα» της γραφής ή των σημείων σε μία επιφάνεια, και οι νοητικές λειτουργίες που συνοδεύουν μία τέτοια μηχανική εργασία, η αφήγηση, η αναπόληση κλπ. παραπέμπουν σαφώς τόσο στην υφαντική, όσο και στην κεντητική, χωρίς όμως να είναι μέσα στις προθέσεις μου –ενσυνείδητα τουλάχιστον- η αναφορά σε παραδοσιακά γυναικείες εργασίες. Είναι μία συγγένεια πολύ φυσική βέβαια, εφόσον τα χαρακτηριστικά τους είναι παρόμοια, κυρίως ως προς το χρόνο.

Σε ποιο βαθμό σε ενδιαφέρει η χρονική διάσταση που υποδηλώνει η εκτέλεση του σχεδίου;

Με ενδιαφέρει τα έργα μου να υποδηλώνουν το χρόνο που καταναλώθηκε για να γίνουν. Ο χρόνος δεν είναι μόνο θέμα διαδικασίας, είναι ζωτικής σημασίας για τη δουλειά μου, γιατί είναι ακριβώς αυτή η διάσταση που δημιουργεί το ίδιο το έργο. Οι συσσωρεύσεις γραφής ή σημείων, και οι αντίστοιχες αραιώσεις ή πυκνώσεις μαρτυρούν τη διάρκεια και κατά συνέπεια το χρόνο.

Στην έκθεση Σε Ενεστώτα Χρόνο πραγματοποίησες για πρώτη φορά μεγάλης κλίμακας σχέδια. Το έργο που παρουσίασες, είχε άμεση σύνδεση με τα κείμενα τα οποία αντέγραψες, την Κόλαση και το Παράδεισο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη.

Η έκθεση Σε Ενεστώτα Χρόνο πράγματι μου έδωσε την ευκαιρία να προσανατολιστώ σε μεγαλύτερης κλίμακας σχέδια. Επέλεξα τη συγκεκριμένη διάσταση για την Κόλαση, και τον Παράδεισο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, αφενός για την επιβλητικότητα του μεγέθους σε σχέση με το περιεχόμενο των βιβλίων, και κυρίως γιατί το σχήμα και το μέγεθος αυτό παραπέμπει στη σελίδα-πόρτα-πύλη, προς τον Παράδεισο ή προς την Κόλαση, κοινός τόπος για τη ζωή και το θάνατο, αφού η πύλη έχει να κάνει με το πέρασμα προς ένα νέο στάδιο, προς μία άλλη διάσταση, που όμως είναι σκοτεινή και ανεξιχνίαστη από τη γραφή. Επίσης, το σχέδιο πάνω στον τοίχο δημιουργεί μία αίσθηση τόσο του ανάγλυφου, όσο και ενός κάποιου βάθους, ενός «ανοίγματος» στον τοίχο. Το κείμενο – το βιβλίο γενικά- είναι εξάλλου το άνοιγμα προς έναν άλλο μαγικό κόσμο, προς μια άλλη διάσταση.

Τι σε παρακίνησε να ασχοληθείς με τα ημερολόγια της Σύλβια Πλαθ στο έργο με το οποίο συμμετέχεις στην έκθεση Διεμπειρίες Ελλάδα 2008, που παρουσιάζεται αυτό το διάστημα στο Πεκίνο από το ΕΜΣΤ ;

Η έννοια του ίδιου του ημερολογίου πρώτα-πρώτα, της ανάγκης για εκμυστήρευση, καταγραφή, αιτιολόγηση κλπ. που χαρακτηρίζει αυτή την τόσο προσωπική διαδικασία. Το ημερολόγιο σαν κάτι μυστικό και πολύτιμο, και αυστηρά ιδιωτικό. Όταν έχουμε εκδόσεις ημερολογίων όμως και το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο, η απόκρυψη ή εξαφάνισή του –όπως λέγεται ότι έγινε στην περίπτωση της Σύλβια Πλαθ- υπαινίσσεται μια άλλη πραγματικότητα, μιαν άλλη διάσταση των πραγμάτων, πέρα και πίσω από αυτό που ξέραμε. Πίσω και κάτω από το κείμενο που λείπει –όπως είναι και η αφετηρία του έργου με το οποίο συμμετείχα στις Διεμπειρίες Ελλάδα 2008. Στην περίπτωση της Σύλβια Πλαθ, η ιδιαίτερη ευαισθησία της και ο τρόπος με τον οποίο πέθανε, με παρακίνησε να κάνω με κάποιο τρόπο ορατό αυτό που έχει χαθεί, όπου όμως τελικά η σιωπή υπερισχύει στο λευκό ανάγλυφο χαρτί, σαν ψίθυρος.

Ποια η γνώμη σου για τη στροφή όλο και περισσότερων καλλιτεχνών στο σχέδιο που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και την εκδοχή αυτής της τάσης στην ελληνική εικαστική παραγωγή ;

Νομίζω ότι η τάση προς το σχέδιο που υπάρχει σήμερα βασίστηκε στην ανάγκη για μια άλλη προσέγγιση της απλότητας και της αμεσότητας. Το σχέδιο μπορεί πράγματι να είναι ένα αυτόνομο και αυτοδύναμο εκφραστικό μέσο, όχι απλώς ένα στάδιο για κάποιο έργο. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που τα σχέδια είναι αυτό ακριβώς που δηλώνουν «προσχέδια», κάτι που είναι βέβαια εξίσου γοητευτικό και ενδιαφέρον με ένα τελειωμένο έργο, ίσως κιόλας έχει περισσότερη φρεσκάδα και ειλικρίνεια. Από την άλλη πλευρά, η γενίκευση αυτής της τάσης, όπως συμβαίνει συνήθως με τέτοιου είδους γενικεύσεις, δημιουργεί παγίδες και εγείρει τους γνωστούς κινδύνους που συνοδεύουν οτιδήποτε γίνεται μόδα. Αυτό στο οποίο διαφωνώ εδώ –και ιδιαίτερα όσον αφορά στην ελληνική εικαστική πραγματικότητα- είναι ο επιφανειακός και εύκολος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται το σχέδιο, σαν κάτι «εύκολο», και εμπορικό. Ίσως το βλέπω έτσι επειδή για μένα το σχέδιο –ως αυτοδύναμο και ολοκληρωμένο έργο- δεν προϋποθέτει απλά ή αποκλειστικά μολύβι ή μελάνι και χαρτί, και σίγουρα δεν είναι μια αναπαράσταση ή μία επεξήγηση ή έστω η έκφραση ασυνείδητων νοητικών συνδυασμών, δεν είναι απλώς ένα γρήγορο σκίτσο. Για μένα έχει να κάνει περισσότερο με τρόπο σκέψης και με μια εννοιολογική προσέγγιση σε όλα αυτά τα ζητήματα που το ίδιο το σχέδιο προϋποθέτει και εγείρει, δηλαδή, σημείο, ίχνος, γραμμή, υφή κλπ., είναι ένα ταξίδι που ξεκινά το σημείο ή η γραμμή, και είναι η πορεία αυτής της διαδρομής και ο πλούτος της.



Little Red Riding Hood I, 2001, χρωματιστό μολύβι σε ριζόχαρτο, 38 x 38 εκ.

Ιωάννη Αποκάλυψη, 2004, αποτύπωμα καρμπόν σε χαρτί, 42 x 32 εκ.



Φραντς Κάφκα, Γράμμα στον πατέρα, 2006, αποτύπωμα καρμπόν σε χαρτί, 42 x 32 εκ.



Between the Lines II, 2002, γραφίτης σε διαφανές χαρτί, 70 x 70 εκ.



Αρκαδικό Τοπίο I, 2006, τρύπες με βελόνα σε χαρτί, 40 x 52 εκ.



Άποψη από την έκθεση Σε ενεστώτα χρόνο. Νέοι Έλληνες Καλλιτέχνες, 2007

Δάντη, Θεία Κωμωδία, Κόλαση, 2007
Mολύβι conté σε mdf, 220 x 120 εκ.

Δάντη, Θεία Κωμωδία, Παράδεισος, 2007
Μολύβι conté σε mdf, 220 x 120 εκ.



Άποψη από την έκθεση Transexperieces Greece 2008

Σύλβια Πλαθ: Το χαµένο ηµερολόγιο, 2008, χαρτί, µαύρη κλωστή, 21 x 500 εκ.



Σύλβια Πλαθ: Το χαµένο ηµερολόγιο, 2008, χαρτί, µαύρη κλωστή, 21 x 500 εκ. (λεπτομέρεια)

No comments: