Δύσκολα μπορεί κανείς σήμερα να αμφισβητήσει πως ό,τι αποκαλούμε “όραμα της νέας εποχής”, άρχισε να αποκτά σημάδια υλοποίησης με την έλευση του ψηφιακού “παγκόσμιου χωριού”. Οι εικόνες που προτείνονται σήμερα για το μέλλον των πόλεων μοιάζει να αντλούν περισσότερο από το απέραντο στοκ των τεχνολογικών ουτοπιών και της επιστημονικής φαντασίας και όχι από την αυστηρότητα της οικοδομικής επιστήμης ή της παραδοσιακής κτιριολογίας. Τα γραφικά παγκάκια με τις λατέρνες όλοι πια τα διέγραψαν από το ειδικό μενού των αρχιτεκτονικών αναπαραστάσεων που διακινούν κατά περίπτωση. Αυτό που κατακλύζει σήμερα τις αντιλήψεις μας για την πόλη είναι η υπεροχή των κάθε λογής media και των νέων life styles.
Αν θέλουμε να εντοπίσουμε την αφετηρία αυτής της τροχιάς, δεν μπορούμε παρά να ανατρέξουμε στις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές –ή μάλλον μετα-πολεοδομικές- ιδέες του Τάκη Χ. Ζενέτου. Ο Ζενέτος αναζωογόνησε τις στρατηγικές πρωτοπόρων αρχιτεκτόνων της νεωτερικότητας και εμπλούτισε το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο με έννοιες όπως “χωροδομή”, “νομαδισμός”, “τηλε-ργασία”, “θάλαμος τηλε-ενεργειών”, “οθόνες τηλε-επαφών” κ.τ.λ. Σ’ αυτές τις λέξεις θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τις έννοιες του “στιγμιαίου” (όπως, για παράδειγμα, “στιγμιαίος ύπνος”), του “κατοικίσιμου θαλάμου”, και της κουλτούρας του “φτιάχτο-μόνος-σου” (DIY), για να πάρουμε μια πρώτη ιδέα των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών του προτάσεων. Ωστόσο, αν κάποιος θέλει να αναγνωρίσει τους απώτερους προγόνους μιας τέτοιας σχεδιαστικής λογικής θα χρειαστεί να φτάσει στο Crystal Palace και στη Διεθνή Έκθεση του 1851, όπου για πρώτη φορά η αρχιτεκτονική εγκαταλείπει την υπεροχή της μορφής και της συμπαγούς κτιριακής μάζας δίνοντας προβάδισμα στην ορατότητα, στη δομή και στη συνεχή επιδερμίδα.
Είναι γνωστό ότι για δεκαετίες η ελληνική αρχιτεκτονική αντιμετώπισε την ουτοπική φούρια του Ζενέτου με αμηχανία, αν όχι με μουλωχτή απαξία. Οι εξουθενωμένοι εστέτ της ελληνικότητας και οι λάτρεις του τεχνολογικού καθωσπρεπισμού σταδιακά κατέληξαν να αντιμετωπίζουν το έργο του σαν το “μαύρο πρόβατο” της νεωτερικότητας. Ωστόσο, σήμερα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε εύκολα ότι ο Ζενέτος αποτέλεσε πηγαία έκφραση μιας νέας μητροπολιτικής ευφυΐας που, από πολλές απόψεις, προανήγγειλε τις σημερινή έκρηξη των μεγαλουπόλεων, τη μεγάλη κλίμακα των νέων χώρων κατανάλωσης, την κινητικότητα και την ακατάστατη διασπορά του “ηλεκτρονικού χωριού”. Φαντάστηκε την ανηρτημένη πόλη του μέλλοντος σαν ένα είδος αυτοματοποιημένου κόμβου, νομαδικής κατοίκησης και ηλεκτρονικής περιπλάνησης. Ιδού γιατί ο Ζενέτος βρίσκεται κοντά στην κουλτούρα του κυβερνοχώρου. Η περιεκτική μονογραφία της Ελένης Καλαφάτη και του Δημήτρη Παπαλεξόπουλου (εκδ. Libro, 2006) αποδεικνύει πειστικά κάτι τέτοιο.
O Ζενέτος συνέλαβε, μ’ ένα συστηματικό και λεπτομερειακά επεξεργασμένο τρόπο, τις απεριόριστες δυνατότητες των διασυνδέσεων, αγγίζοντας την ιδέα μιας μεταβαλλόμενης “διαδραστικής πόλης”, η οποία θα είναι αποτέλεσμα της διόγκωσης του οπτικοακουστικού, της προσθετικής, των ηλεκτρονικών τεχνολογιών και μιας νέας σχέσης με το φυσικό περιβάλλον. Το διαρκές πήγαινε-έλα από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, γοήτεψε τον αρχιτέκτονα, όπως η θέα του ύψους όποιον νιώθει ίλιγγο. Μεταφέροντας κομφόρ από τη διαστημική τεχνολογία στην κατοικία, πρότεινε, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, μια κυριολεκτικά αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στο ανθρώπινο σώμα και την κατοίκιση (“Κυψέλη-περίβλημα/ Cell-envelope”). Είναι όμως τυχαίο ότι σήμερα πολλοί επιχειρούν να ξανασχεδιάσουν τέτοια μικροπεριβάλλοντα τα οποία συχνά αποκαλούν “comfort bubbles”, δηλαδή ζώνες και καταστάσεις ικανές να μας ακολουθούν στις καθημερινές μετακινήσεις παντού;
Κοντά στις απόψεις του McLuhan (αλλά και του Μαρκούζε), ο Ζενέτος τίναξε στον αέρα τους συμβατικούς κανόνες της παραδοσιακής πολεοδομίας, η οποία είχε βολευτεί στην αγοραία διαχείριση και την ακαδημαϊκή αυταρέσκεια. Ο μελλοντολογικός του οίστρος θέτει ορισμένα καίρια ερωτήματα ηθικής, και όχι μόνο αισθητικής τάξεως: πως μπορούμε να συνδέσουμε τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς της αρχιτεκτονικής με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της πόλης;
Σε μια τέτοια συνολική θεώρηση πρέπει να εντάξουμε τη “μετασκευή” του εναπομείναντος εργοστασίου Φιξ σε Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Θέλω να πω, ότι η “Πόλη του μέλλοντος” και η “Ηλεκτρονική πολεοδομία” δεν παρέμειναν εν πολλοίς μετέωρες απέναντι στο υπόλοιπο έργο του αλλά εγγράφονται στο εσωτερικό του συστήνοντας το σχεδιαστικό του πυρήνα. Κάτι τέτοιο άλλωστε πρόκρινε και ο ίδιος ο αρχιτέκτονας, συνδυάζοντας, στα Αρχιτεκτονικά θέματα το 1967, την πόλη του μέλλοντος με τα “προβλήματα δομής στην Ελλάδα”. Πρόκειται για ένα παραγνωρισμένο κείμενο στο οποίο πρέπει να επανέλθουμε προσεκτικά επειδή ακριβώς μας υποβάλλει μια διαδικασία ευρείας σύγκρισης και όχι απομονωμένης επεξεργασίας ενός και μόνο αρχιτεκτονικού αντικειμένου.
Να γιατί ο μετασχηματισμός του δραματικού σπαράγματος του εργοστασίου Φιξ αποτελεί ταυτόχρονα και μια πράξη διαλόγου –όπως και κρίσης- για το υπόλοιπο έργο του. Δεν μπορώ να βρω πιο ερεθιστική πρόκληση από τη σύνδεση της μεταβλητής ρευστότητας που χαρακτηρίζει την “Πόλη του μέλλοντος” μ’ ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
There can be no doubting today that what we call a “vision of a new age” began to be realized pixel by pixel with the emergence of the digital “global village”. The images proposed today for the future of the world’s cities seem to draw more on the inexhaustible stock of technological utopias and on science fiction than they do on the austerity of construction science or traditional building. The picturesque benches with their organ grinders have increasingly been deleted from the à la carte of architectural reconstructions and menus selected per project. Our take on the city is now subject to the deluge of every form of media and of new life styles.
If we want to pinpoint a starting point for this development, we can only turn to Takis Zenetos and his views on architecture and city planning—or, perhaps better, post-city-planning. Zenetos breathed new life into the strategies embraced by the avant-garde architects of Modernity and enriched the vocabulary of architecture with concepts like ‘space-structure’, ‘nomadism’, ‘tele-working, ‘tele-processing cell’ and ‘tele-activity screens’. To these we could add the concepts of the ‘instant’ (as, for example, in ‘instant sleep’), the ‘inhabitable cell’ and DIY culture, to get a taste of his proposals in the spheres of architecture and city planning. Nonetheless, if someone wants to acknowledge the distant forebears of this kind of design logic, they would have to go back to London’s Crystal Palace and Great Exhibition of 1851, where architecture eschewed the supremacy of form and of solid built mass for the first time in favour of visibility, structure and an unbroken surface.
It is no secret that the Greek architectural community was for decades deeply uncomfortable, if not secretly disdainful, of Zenetos’ utopian maelstrom. The debilitated aesthetes of Greekness and worshippers of technological propriety gradually came to view his work as the black sheep of Modernity. Today, however, we can readily acknowledge that Zenetos embodied the spontaneous expression of a new metropolitan genius which in many ways prefigured the current explosion of the world’s big cities, the large scale of new consumption spaces, the mobility and disordered scatter of the ‘electronic village’. He imagined the suspended city of the future as a kind of automated node, as nomadic habitation and electronic wandering. Which is why Zenetos is close to today’s cyber culture. Eleni Kalafati and Dimitris Papalexopoulos’ concise monograph (Libro, Athens, 2006) proves this most conclusively.
Zenetos grasped the limitless possibilities for interconnections in a systematic and detailed way, touching on the idea of a constantly changing “interactive city” emerging from the boom in the audio-visual, in prosthetics, in electronic technologies and from a new relationship with the natural environment. The constant toing and froing between the large and the small scale fascinated the architect in much the same way that a view from on high induces vertigo. Transferring comforts from space technology into the home, in the early seventies he proposed a literally interactive relationship between the human body and habitation (cell-envelopes). Is it by chance that so many are striving today to redesign microenvironments of the sort that are often called “comfort bubbles”, meaning zones and conditions capable of following us around in our everyday lives?
Espousing views similar to those of McLuhan (and Marcuse), Zenetos blew the conventions of traditional city planning—sunk as it was in its own comfort bubble of commercial wheeling and dealing and academic smugness—sky high. His futuristic verve poses a number of pertinent questions of an ethical as well as an aesthetic nature: how can we link architecture’s technological Modernism with the city’s social transformation?
The ‘retro-transformation’ of the remainder of the Fix factory into a Museum of Contemporary Art must surely be included in a holistic view of this kind. Meaning that far from remaining largely apart and aloof from the rest of his work, the “City of the future” and “Electronic city-planning” actually constituted its design core. Indeed, the architect himself did something similar in 1967 when he combined the city of the future with the “problems of construction in Greece” in Architecture in Greece magazine. This somewhat undervalued text should be reread with care because of the procedures it imposes for broad-ranging comparisons rather than the processing of a single architectural object in isolation.
This is why the transformation of the dramatic anguish of the Fix factory also constitutes an act of dialogue—and judgement—on the rest of his oeuvre. I can find no more stimulating challenge than the linking of the fluidity of the “City of the future” with a Museum of Contemporary Art.
Αν θέλουμε να εντοπίσουμε την αφετηρία αυτής της τροχιάς, δεν μπορούμε παρά να ανατρέξουμε στις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές –ή μάλλον μετα-πολεοδομικές- ιδέες του Τάκη Χ. Ζενέτου. Ο Ζενέτος αναζωογόνησε τις στρατηγικές πρωτοπόρων αρχιτεκτόνων της νεωτερικότητας και εμπλούτισε το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο με έννοιες όπως “χωροδομή”, “νομαδισμός”, “τηλε-ργασία”, “θάλαμος τηλε-ενεργειών”, “οθόνες τηλε-επαφών” κ.τ.λ. Σ’ αυτές τις λέξεις θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τις έννοιες του “στιγμιαίου” (όπως, για παράδειγμα, “στιγμιαίος ύπνος”), του “κατοικίσιμου θαλάμου”, και της κουλτούρας του “φτιάχτο-μόνος-σου” (DIY), για να πάρουμε μια πρώτη ιδέα των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών του προτάσεων. Ωστόσο, αν κάποιος θέλει να αναγνωρίσει τους απώτερους προγόνους μιας τέτοιας σχεδιαστικής λογικής θα χρειαστεί να φτάσει στο Crystal Palace και στη Διεθνή Έκθεση του 1851, όπου για πρώτη φορά η αρχιτεκτονική εγκαταλείπει την υπεροχή της μορφής και της συμπαγούς κτιριακής μάζας δίνοντας προβάδισμα στην ορατότητα, στη δομή και στη συνεχή επιδερμίδα.
Είναι γνωστό ότι για δεκαετίες η ελληνική αρχιτεκτονική αντιμετώπισε την ουτοπική φούρια του Ζενέτου με αμηχανία, αν όχι με μουλωχτή απαξία. Οι εξουθενωμένοι εστέτ της ελληνικότητας και οι λάτρεις του τεχνολογικού καθωσπρεπισμού σταδιακά κατέληξαν να αντιμετωπίζουν το έργο του σαν το “μαύρο πρόβατο” της νεωτερικότητας. Ωστόσο, σήμερα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε εύκολα ότι ο Ζενέτος αποτέλεσε πηγαία έκφραση μιας νέας μητροπολιτικής ευφυΐας που, από πολλές απόψεις, προανήγγειλε τις σημερινή έκρηξη των μεγαλουπόλεων, τη μεγάλη κλίμακα των νέων χώρων κατανάλωσης, την κινητικότητα και την ακατάστατη διασπορά του “ηλεκτρονικού χωριού”. Φαντάστηκε την ανηρτημένη πόλη του μέλλοντος σαν ένα είδος αυτοματοποιημένου κόμβου, νομαδικής κατοίκησης και ηλεκτρονικής περιπλάνησης. Ιδού γιατί ο Ζενέτος βρίσκεται κοντά στην κουλτούρα του κυβερνοχώρου. Η περιεκτική μονογραφία της Ελένης Καλαφάτη και του Δημήτρη Παπαλεξόπουλου (εκδ. Libro, 2006) αποδεικνύει πειστικά κάτι τέτοιο.
O Ζενέτος συνέλαβε, μ’ ένα συστηματικό και λεπτομερειακά επεξεργασμένο τρόπο, τις απεριόριστες δυνατότητες των διασυνδέσεων, αγγίζοντας την ιδέα μιας μεταβαλλόμενης “διαδραστικής πόλης”, η οποία θα είναι αποτέλεσμα της διόγκωσης του οπτικοακουστικού, της προσθετικής, των ηλεκτρονικών τεχνολογιών και μιας νέας σχέσης με το φυσικό περιβάλλον. Το διαρκές πήγαινε-έλα από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, γοήτεψε τον αρχιτέκτονα, όπως η θέα του ύψους όποιον νιώθει ίλιγγο. Μεταφέροντας κομφόρ από τη διαστημική τεχνολογία στην κατοικία, πρότεινε, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, μια κυριολεκτικά αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στο ανθρώπινο σώμα και την κατοίκιση (“Κυψέλη-περίβλημα/ Cell-envelope”). Είναι όμως τυχαίο ότι σήμερα πολλοί επιχειρούν να ξανασχεδιάσουν τέτοια μικροπεριβάλλοντα τα οποία συχνά αποκαλούν “comfort bubbles”, δηλαδή ζώνες και καταστάσεις ικανές να μας ακολουθούν στις καθημερινές μετακινήσεις παντού;
Κοντά στις απόψεις του McLuhan (αλλά και του Μαρκούζε), ο Ζενέτος τίναξε στον αέρα τους συμβατικούς κανόνες της παραδοσιακής πολεοδομίας, η οποία είχε βολευτεί στην αγοραία διαχείριση και την ακαδημαϊκή αυταρέσκεια. Ο μελλοντολογικός του οίστρος θέτει ορισμένα καίρια ερωτήματα ηθικής, και όχι μόνο αισθητικής τάξεως: πως μπορούμε να συνδέσουμε τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς της αρχιτεκτονικής με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της πόλης;
Σε μια τέτοια συνολική θεώρηση πρέπει να εντάξουμε τη “μετασκευή” του εναπομείναντος εργοστασίου Φιξ σε Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Θέλω να πω, ότι η “Πόλη του μέλλοντος” και η “Ηλεκτρονική πολεοδομία” δεν παρέμειναν εν πολλοίς μετέωρες απέναντι στο υπόλοιπο έργο του αλλά εγγράφονται στο εσωτερικό του συστήνοντας το σχεδιαστικό του πυρήνα. Κάτι τέτοιο άλλωστε πρόκρινε και ο ίδιος ο αρχιτέκτονας, συνδυάζοντας, στα Αρχιτεκτονικά θέματα το 1967, την πόλη του μέλλοντος με τα “προβλήματα δομής στην Ελλάδα”. Πρόκειται για ένα παραγνωρισμένο κείμενο στο οποίο πρέπει να επανέλθουμε προσεκτικά επειδή ακριβώς μας υποβάλλει μια διαδικασία ευρείας σύγκρισης και όχι απομονωμένης επεξεργασίας ενός και μόνο αρχιτεκτονικού αντικειμένου.
Να γιατί ο μετασχηματισμός του δραματικού σπαράγματος του εργοστασίου Φιξ αποτελεί ταυτόχρονα και μια πράξη διαλόγου –όπως και κρίσης- για το υπόλοιπο έργο του. Δεν μπορώ να βρω πιο ερεθιστική πρόκληση από τη σύνδεση της μεταβλητής ρευστότητας που χαρακτηρίζει την “Πόλη του μέλλοντος” μ’ ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
There can be no doubting today that what we call a “vision of a new age” began to be realized pixel by pixel with the emergence of the digital “global village”. The images proposed today for the future of the world’s cities seem to draw more on the inexhaustible stock of technological utopias and on science fiction than they do on the austerity of construction science or traditional building. The picturesque benches with their organ grinders have increasingly been deleted from the à la carte of architectural reconstructions and menus selected per project. Our take on the city is now subject to the deluge of every form of media and of new life styles.
If we want to pinpoint a starting point for this development, we can only turn to Takis Zenetos and his views on architecture and city planning—or, perhaps better, post-city-planning. Zenetos breathed new life into the strategies embraced by the avant-garde architects of Modernity and enriched the vocabulary of architecture with concepts like ‘space-structure’, ‘nomadism’, ‘tele-working, ‘tele-processing cell’ and ‘tele-activity screens’. To these we could add the concepts of the ‘instant’ (as, for example, in ‘instant sleep’), the ‘inhabitable cell’ and DIY culture, to get a taste of his proposals in the spheres of architecture and city planning. Nonetheless, if someone wants to acknowledge the distant forebears of this kind of design logic, they would have to go back to London’s Crystal Palace and Great Exhibition of 1851, where architecture eschewed the supremacy of form and of solid built mass for the first time in favour of visibility, structure and an unbroken surface.
It is no secret that the Greek architectural community was for decades deeply uncomfortable, if not secretly disdainful, of Zenetos’ utopian maelstrom. The debilitated aesthetes of Greekness and worshippers of technological propriety gradually came to view his work as the black sheep of Modernity. Today, however, we can readily acknowledge that Zenetos embodied the spontaneous expression of a new metropolitan genius which in many ways prefigured the current explosion of the world’s big cities, the large scale of new consumption spaces, the mobility and disordered scatter of the ‘electronic village’. He imagined the suspended city of the future as a kind of automated node, as nomadic habitation and electronic wandering. Which is why Zenetos is close to today’s cyber culture. Eleni Kalafati and Dimitris Papalexopoulos’ concise monograph (Libro, Athens, 2006) proves this most conclusively.
Zenetos grasped the limitless possibilities for interconnections in a systematic and detailed way, touching on the idea of a constantly changing “interactive city” emerging from the boom in the audio-visual, in prosthetics, in electronic technologies and from a new relationship with the natural environment. The constant toing and froing between the large and the small scale fascinated the architect in much the same way that a view from on high induces vertigo. Transferring comforts from space technology into the home, in the early seventies he proposed a literally interactive relationship between the human body and habitation (cell-envelopes). Is it by chance that so many are striving today to redesign microenvironments of the sort that are often called “comfort bubbles”, meaning zones and conditions capable of following us around in our everyday lives?
Espousing views similar to those of McLuhan (and Marcuse), Zenetos blew the conventions of traditional city planning—sunk as it was in its own comfort bubble of commercial wheeling and dealing and academic smugness—sky high. His futuristic verve poses a number of pertinent questions of an ethical as well as an aesthetic nature: how can we link architecture’s technological Modernism with the city’s social transformation?
The ‘retro-transformation’ of the remainder of the Fix factory into a Museum of Contemporary Art must surely be included in a holistic view of this kind. Meaning that far from remaining largely apart and aloof from the rest of his work, the “City of the future” and “Electronic city-planning” actually constituted its design core. Indeed, the architect himself did something similar in 1967 when he combined the city of the future with the “problems of construction in Greece” in Architecture in Greece magazine. This somewhat undervalued text should be reread with care because of the procedures it imposes for broad-ranging comparisons rather than the processing of a single architectural object in isolation.
This is why the transformation of the dramatic anguish of the Fix factory also constitutes an act of dialogue—and judgement—on the rest of his oeuvre. I can find no more stimulating challenge than the linking of the fluidity of the “City of the future” with a Museum of Contemporary Art.
1 comment:
Keep up the good work.
Post a Comment